ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ :ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ
ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Β΄
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Το ποίημα άρχισε να γράφεται το 1826, αμέσως μετά την πτώση του Μεσολογγίου
Ο τίτλος σχήμα οξύμωρο :πολιορκημένοι στο σώμα ελεύθεροι στην ψυχή
Οι δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι πολιορκημένοι : πείνα
Άνοιξη
Κεντρική ιδέα του ποιήματος :η νίκη της ηθικής ελευθερίας εναντίον της υλικής βίας –ο ποιητής δείχνει όλα τα περιθώρια δύναμης της ανθρώπινης ψυχής –οι δυστυχίες δεν μπορούν να τη λυγίσουν.
Στο σχολικό βιβλίο ανθολογούνται αποσπάσματα από το Σχεδίασμα Β'.
Το πρώτο περιγράφει την εξασθένηση των πολιορκούμενων Μεσολογγιτών κυρίως από την πείνα, που στερεί από την μάνα (άμαχος πληθυσμός) και τον πολεμιστή (μάχιμος πληθυσμός) ακριβώς αυτές τους τις ιδιότητες: τους αποξενώνει από τη βασικότερη ποιότητά τους -τη μητρική από την πρώτη και την στρατιωτική από τον δεύτερο- τους εξανραποδίζει και κατά έναν τρόπο τους απανθρωποποιεί.
1ος στ. :ερημιά του κάμπου –νεκρική σιγή φαίνεται με 2 εικόνες που εκφράζουν απόγνωση (στ. 2,3 και 4, 5, 6)
2ος στ. :λαλεί πουλί :παρήχηση λ (ηχολαλική απεικόνιση)
Παίρνει σπυρί :παρήχηση ρ
Κι η μάνα το ζηλεύει (αντίθεση) :η «μάνα», ανθρώπινο πλάσμα, ανώτερο, «ζηλεύει»το πουλί, βρίσκεται σε κατώτερη μοίρα από το πουλί, το υποδεέστερο.
3ος στ. :ο στ. συνεχίζει το «ζηλεύει» και δείχνει το λόγο :η πείνα, που «τα μάτια εμαύρισε» (πρβ. «μαύρισε το μάτι μου…»:δηλώνει στέρηση)
Στα μάτια η μάνα μνέει :η μάνα ορκίζεται στα μάτια (του παιδιού της) να συνεχίσει τον αγώνα. Ενεστώτας :σταθερότητα της απόφασης.
Στ. 1,2,3 η «μάνα», η γυναίκα με αυτή την ιδιότητα, αργοπεθαίνει από την πείνα σιωπηλά, χωρίς διαμαρτυρία, με ανέκφραστη υπομονή.
4ος,5ος,6ος στ. :ο Σουλιώτης ο καλός : πολεμική τελειότητα, που συμπίπτει με την ηθική
Παράμερα :για να μην τον δει κανείς, επειδή το τουφέκι του ‘γινε «βαρύ» από την εξάντληση εξαιτίας της πείνας και επειδή «ο Αγαρηνός το ξέρει» (ντροπή, πληγωμένη φιλοτιμία).
Το «κλαίει»όχι δειλία αλλά περηφάνια.
Στ. 4,5,6 η στάση του άνδρα –πολεμιστή απέναντι στην πείνα. Η «μάνα»την αντιμετωπίζει παθητικά – ο «Σουλιώτης» ενεργητικά.
Στο δεύτερο απόσπασμα, η ανθρώπινη παρουσία δε δηλώνεται ρητά καθότι το πιο κοντινό σε ανθρώπινο ον που αναφέρεται είναι η προσωποποίηση του Απρίλη και του Έρωτα που χορεύουν και γελάνε. Προφανώς, η απουσία της ανθρώπινης φιγούρας είναι σκόπιμη: ο αποδέκτης της αφήγησης εύκολα τοποθετεί με τη φαντασία του μέσα στο ειδυλλιακό σκηνικό, με την φύση σε πλήρη ανθοφορία, τόσο τους εσώκλειστους στην πόλη του Μεσολογγίου όσο και τον ίδιο του τον εαυτό.
Μετά την οριοθέτηση του χρόνου (Απρίλης) και της γενικής ατμόσφαιρας (ερωτική), ακολουθεί η περιγραφή του φυσικού τοπίου, η οποία γίνεται με φθίνουσα κλιμάκωση, ξεκινώντας από τον μεγαλύτερο σε μέγεθος έμβιο οργανισμό (ένα κοπάδι προβάτων), προς τον μικρότερο (μια πεταλούδα που καθρεφτίζεται στα νερά της λιμνοθάλασσας) έως τον μηδαμινό (ένα σκουλήκι που βρίσκεται στην καλή του ώρα). Ωστόσο, η ποιητική φωνή δε σταματάει εκεί και μας κατεβάζει ένα ακόμα επίπεδο, στον κόσμο των άψυχων: μέσα σ' αυτήν την τελειότητα και την ονειρική μαγεία της φύσης, ακόμα κι η πέτρα και το ξερόχορτο παίρνουν αξία και φαίνονται ολόχρυσα (κυριολεκτικά, αν εννοηθεί πως γυαλίζουν στο δυνατό φως του ήλιου, μεταφορικά, αν εννοηθεί πως αναβαθμίζονται μέσα από την τελειότητα που επικρατεί γύρω τους).
Και με χίλιους διαφορετικούς τρόπους επιβεβαιώνεται το δίλημμα των Μεσολογγιτών, που προετοιμάζονται για την ηρωική τους Έξοδο : είναι δυνατόν να πεθάνουν σήμερα που όλα βρίσκονται στην πιο ζωντανή τους στιγμή; Όποιος πεθάνει σήμερα, χίλιες φορές πεθαίνει. Η επανάληψη του αριθμού χίλια αισθητοποιεί την τραγικότητα της θέσης των πολιορκούμενων: η Έξοδος σημαίνει θάνατο, ο θάνατος σημαίνει στέρηση της ζωής και της φυσικής ομορφιάς.
Το αίσθημα αυτό του αποχωρισμού γίνεται ακόμα πιο έντονο, αν υπολογίσουμε την ιδιαίτερη σημασία που είχε προσλάβει για τους αγωνιζόμενους η Φύση. Το ίδιο ακριβώς θέμα διατρέχει το αυτοσχέδιο τετράστιχο που λέγεται πως απήγγειλε ο Αθανάσιος Διάκος πριν του επιβληθεί η θανατική ποινή, πέντε χρόνια πριν την Έξοδο του Μεσολογγίου, την 24η Απριλίου 1821.
Για ιδές καιρό που διάλεξε
ο χάρος να με πάρει
τώρα π' ανθίζουν τα κλαδιά
και βγάζει η γης χορτάρι
Και πάλι το ότι τονίζεται η ιδιαίτερη χρονική στιγμή που διάλεξε ο Χάρος, καθώς θεωρείται εντελώς οξύμωρο κι αντιφατικό κάποιος να πεθάνει όταν όλα γύρω τον προσκαλούν στη ζωή. Ειδικά σε παλαιότερες μορφές κοινωνίας, οι άνθρωποι αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους ως οργανικό κομμάτι του φυσικού περιβάλλοντος κι όχι ως κυρίαρχοι, ενάντιοι ή ανταγωνιστές του. Επομένως, η απόφαση να τελειώσουν τον βίο τους ακριβώς εκείνη την ώρα της ανοιξιάτικης ευφορίας, κατά την οποία η Φύση τούς καλεί να συμμετάσχουν στην κορύφωσή της, μοιάζει ακόμα πιο δραματική, σχεδόν προδοτική απέναντι στους φυσικούς νόμους που έχουν μάθει να ασπάζονται.
Κι όμως, αντιβαίνουν -αν μπορούμε να το πούμε έτσι- στον φυσικό νόμο που επιτάσσει ζωή, επειδή υπακούουν στην εσωτερική τους ηθική που τους επιτάσσει ελευθερία. Υπερβαίνουν, επομένως, οι Μεσολογγίτες το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, της επιβίωσης, επειδή προ-τιμούν την πραγματικά ελεύθερη ζωή. Ακόμα κι αν ξαστοχά κάποτε η ψυχή τους από τα θέλγητρα του περιβάλλοντος, αμέσως επιστρέφει στην αίσθηση του καθήκοντος της υπεράσπισης της πατρίδας. Σημειωτέα, τέλος, η έννοια της συνειδητής επιλογής: μόνο ο ελεύθερος άνθρωπος μπορεί να επιλέξει, και οι Μεσολογγίτες είναι στη βάση τους ελεύθεροι άνθρωποι.
Η διαβρωτική ομορφιά της φύσης παραμένει, διαχρονικό σύμβολό των ηθικών διλημμάτων που δοκιμάζουν την πνευματική ελευθερία του ανθρώπου.
[Από http://afterschoolbar.blogspot.gr/]
ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Β΄
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Το ποίημα άρχισε να γράφεται το 1826, αμέσως μετά την πτώση του Μεσολογγίου
Ο τίτλος σχήμα οξύμωρο :πολιορκημένοι στο σώμα ελεύθεροι στην ψυχή
Οι δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι πολιορκημένοι : πείνα
Άνοιξη
Κεντρική ιδέα του ποιήματος :η νίκη της ηθικής ελευθερίας εναντίον της υλικής βίας –ο ποιητής δείχνει όλα τα περιθώρια δύναμης της ανθρώπινης ψυχής –οι δυστυχίες δεν μπορούν να τη λυγίσουν.
Στο σχολικό βιβλίο ανθολογούνται αποσπάσματα από το Σχεδίασμα Β'.
Το πρώτο περιγράφει την εξασθένηση των πολιορκούμενων Μεσολογγιτών κυρίως από την πείνα, που στερεί από την μάνα (άμαχος πληθυσμός) και τον πολεμιστή (μάχιμος πληθυσμός) ακριβώς αυτές τους τις ιδιότητες: τους αποξενώνει από τη βασικότερη ποιότητά τους -τη μητρική από την πρώτη και την στρατιωτική από τον δεύτερο- τους εξανραποδίζει και κατά έναν τρόπο τους απανθρωποποιεί.
1ος στ. :ερημιά του κάμπου –νεκρική σιγή φαίνεται με 2 εικόνες που εκφράζουν απόγνωση (στ. 2,3 και 4, 5, 6)
2ος στ. :λαλεί πουλί :παρήχηση λ (ηχολαλική απεικόνιση)
Παίρνει σπυρί :παρήχηση ρ
Κι η μάνα το ζηλεύει (αντίθεση) :η «μάνα», ανθρώπινο πλάσμα, ανώτερο, «ζηλεύει»το πουλί, βρίσκεται σε κατώτερη μοίρα από το πουλί, το υποδεέστερο.
3ος στ. :ο στ. συνεχίζει το «ζηλεύει» και δείχνει το λόγο :η πείνα, που «τα μάτια εμαύρισε» (πρβ. «μαύρισε το μάτι μου…»:δηλώνει στέρηση)
Στα μάτια η μάνα μνέει :η μάνα ορκίζεται στα μάτια (του παιδιού της) να συνεχίσει τον αγώνα. Ενεστώτας :σταθερότητα της απόφασης.
Στ. 1,2,3 η «μάνα», η γυναίκα με αυτή την ιδιότητα, αργοπεθαίνει από την πείνα σιωπηλά, χωρίς διαμαρτυρία, με ανέκφραστη υπομονή.
4ος,5ος,6ος στ. :ο Σουλιώτης ο καλός : πολεμική τελειότητα, που συμπίπτει με την ηθική
Παράμερα :για να μην τον δει κανείς, επειδή το τουφέκι του ‘γινε «βαρύ» από την εξάντληση εξαιτίας της πείνας και επειδή «ο Αγαρηνός το ξέρει» (ντροπή, πληγωμένη φιλοτιμία).
Το «κλαίει»όχι δειλία αλλά περηφάνια.
Στ. 4,5,6 η στάση του άνδρα –πολεμιστή απέναντι στην πείνα. Η «μάνα»την αντιμετωπίζει παθητικά – ο «Σουλιώτης» ενεργητικά.
Στο δεύτερο απόσπασμα, η ανθρώπινη παρουσία δε δηλώνεται ρητά καθότι το πιο κοντινό σε ανθρώπινο ον που αναφέρεται είναι η προσωποποίηση του Απρίλη και του Έρωτα που χορεύουν και γελάνε. Προφανώς, η απουσία της ανθρώπινης φιγούρας είναι σκόπιμη: ο αποδέκτης της αφήγησης εύκολα τοποθετεί με τη φαντασία του μέσα στο ειδυλλιακό σκηνικό, με την φύση σε πλήρη ανθοφορία, τόσο τους εσώκλειστους στην πόλη του Μεσολογγίου όσο και τον ίδιο του τον εαυτό.
Μετά την οριοθέτηση του χρόνου (Απρίλης) και της γενικής ατμόσφαιρας (ερωτική), ακολουθεί η περιγραφή του φυσικού τοπίου, η οποία γίνεται με φθίνουσα κλιμάκωση, ξεκινώντας από τον μεγαλύτερο σε μέγεθος έμβιο οργανισμό (ένα κοπάδι προβάτων), προς τον μικρότερο (μια πεταλούδα που καθρεφτίζεται στα νερά της λιμνοθάλασσας) έως τον μηδαμινό (ένα σκουλήκι που βρίσκεται στην καλή του ώρα). Ωστόσο, η ποιητική φωνή δε σταματάει εκεί και μας κατεβάζει ένα ακόμα επίπεδο, στον κόσμο των άψυχων: μέσα σ' αυτήν την τελειότητα και την ονειρική μαγεία της φύσης, ακόμα κι η πέτρα και το ξερόχορτο παίρνουν αξία και φαίνονται ολόχρυσα (κυριολεκτικά, αν εννοηθεί πως γυαλίζουν στο δυνατό φως του ήλιου, μεταφορικά, αν εννοηθεί πως αναβαθμίζονται μέσα από την τελειότητα που επικρατεί γύρω τους).
Και με χίλιους διαφορετικούς τρόπους επιβεβαιώνεται το δίλημμα των Μεσολογγιτών, που προετοιμάζονται για την ηρωική τους Έξοδο : είναι δυνατόν να πεθάνουν σήμερα που όλα βρίσκονται στην πιο ζωντανή τους στιγμή; Όποιος πεθάνει σήμερα, χίλιες φορές πεθαίνει. Η επανάληψη του αριθμού χίλια αισθητοποιεί την τραγικότητα της θέσης των πολιορκούμενων: η Έξοδος σημαίνει θάνατο, ο θάνατος σημαίνει στέρηση της ζωής και της φυσικής ομορφιάς.
Το αίσθημα αυτό του αποχωρισμού γίνεται ακόμα πιο έντονο, αν υπολογίσουμε την ιδιαίτερη σημασία που είχε προσλάβει για τους αγωνιζόμενους η Φύση. Το ίδιο ακριβώς θέμα διατρέχει το αυτοσχέδιο τετράστιχο που λέγεται πως απήγγειλε ο Αθανάσιος Διάκος πριν του επιβληθεί η θανατική ποινή, πέντε χρόνια πριν την Έξοδο του Μεσολογγίου, την 24η Απριλίου 1821.
Για ιδές καιρό που διάλεξε
ο χάρος να με πάρει
τώρα π' ανθίζουν τα κλαδιά
και βγάζει η γης χορτάρι
Και πάλι το ότι τονίζεται η ιδιαίτερη χρονική στιγμή που διάλεξε ο Χάρος, καθώς θεωρείται εντελώς οξύμωρο κι αντιφατικό κάποιος να πεθάνει όταν όλα γύρω τον προσκαλούν στη ζωή. Ειδικά σε παλαιότερες μορφές κοινωνίας, οι άνθρωποι αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους ως οργανικό κομμάτι του φυσικού περιβάλλοντος κι όχι ως κυρίαρχοι, ενάντιοι ή ανταγωνιστές του. Επομένως, η απόφαση να τελειώσουν τον βίο τους ακριβώς εκείνη την ώρα της ανοιξιάτικης ευφορίας, κατά την οποία η Φύση τούς καλεί να συμμετάσχουν στην κορύφωσή της, μοιάζει ακόμα πιο δραματική, σχεδόν προδοτική απέναντι στους φυσικούς νόμους που έχουν μάθει να ασπάζονται.
Κι όμως, αντιβαίνουν -αν μπορούμε να το πούμε έτσι- στον φυσικό νόμο που επιτάσσει ζωή, επειδή υπακούουν στην εσωτερική τους ηθική που τους επιτάσσει ελευθερία. Υπερβαίνουν, επομένως, οι Μεσολογγίτες το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, της επιβίωσης, επειδή προ-τιμούν την πραγματικά ελεύθερη ζωή. Ακόμα κι αν ξαστοχά κάποτε η ψυχή τους από τα θέλγητρα του περιβάλλοντος, αμέσως επιστρέφει στην αίσθηση του καθήκοντος της υπεράσπισης της πατρίδας. Σημειωτέα, τέλος, η έννοια της συνειδητής επιλογής: μόνο ο ελεύθερος άνθρωπος μπορεί να επιλέξει, και οι Μεσολογγίτες είναι στη βάση τους ελεύθεροι άνθρωποι.
Η διαβρωτική ομορφιά της φύσης παραμένει, διαχρονικό σύμβολό των ηθικών διλημμάτων που δοκιμάζουν την πνευματική ελευθερία του ανθρώπου.
[Από http://afterschoolbar.blogspot.gr/]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου