Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

Κλεισθένης, Η Θεμελίωση της Αθηναϊκής Δημοκρατίας

Τα θεμέλια της δημοκρατίας
Τα μέτρα του Κλεισθένους, με βάση την «ισηγορία» και την «ισονομία», έθεσαν τα θεμέλια της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Με το νέο πολιτειακό σύστημα καταργήθηκαν οι θεσμοί των γενών και των φυλών που αποτελούσαν τη βάση της κοινωνικής διαίρεσης. H νέα πολιτειακή δομή βασιζόταν στην τοπογραφία. Οι τέσσερις παλαιές ιωνικές φυλές (Αιγικορείς, Οπλητες, Γελέοντες, Αργαδείς) αντικαταστάθηκαν με δέκα τεχνητές φυλές που πήραν τα ονόματά τους από «επωνύμους», δηλαδή συγκεκριμένους, ήρωες της Αττικής, όπως ο Ερεχθεύς, ο Αιγεύς, ο Αίας κτλ. Ο βωμός με τους ανδριάντες των Επωνύμων Ηρώων βρισκόταν στην Αγορά.
H κάθε φυλή χωρίστηκε σε τρία μέρη, τις «τριττύες». Το σχέδιο απέβλεπε στη διάσπαση της τοπικής δύναμης των φυλών, γι' αυτό ο Κλεισθένης χώρισε τις τριττύες ανά δέκα: δέκα «περί το άστυ», δέκα «παράλιες» και δέκα «μεσόγειες», και ύστερα, με κλήρο, δόθηκαν σε κάθε φυλή πάλι τρεις τριττύες, αλλά μία από κάθε τομέα (άστυ, παραλία, μεσογαία). Παράλληλα κατανεμήθηκαν και οι δήμοι. Οι δήμοι γύρω από το άστυ ήταν οι μεγαλύτεροι. Μπορούσε, λόγου χάρη, ένας δήμος να αποτελείται μόνο από μία τριττύα ενώ αλλού μία τριττύα μπορούσε να περιλαμβάνει οκτώ ή και εννέα δήμους.
Αυξάνονται οι πολίτες
Οι κάτοικοι κάθε δήμου έπαιρναν πλέον το όνομά τους από τον δήμο τους. Ετσι καταργήθηκε η παλαιά διάκριση των πολιτών σε παλιούς Αθηναίους και νεοπολίτες. Κάθε χρόνο από κάθε φυλή εκλέγονταν 50 βουλευτές και έτσι τα μέλη της Βουλής από 400 αυξήθηκαν σε 500. Οι 50 βουλευτές της κάθε φυλής «πρυτάνευαν» για το ένα δέκατο του έτους (το αττικό έτος το αποτελούσαν 12 σεληνιακοί μήνες και 354 ημέρες), δηλαδή για 35 ή 36 ημέρες.
Από τις σημαντικότερες αρμοδιότητες της Βουλής ήταν η κατάρτιση των προβουλευμάτων - των νομοσχεδίων - που επρόκειτο να συζητηθούν και να ψηφισθούν από την Εκκλησία του Δήμου. Επιπλέον ο Κλεισθένης αύξησε τις αρμοδιότητες της Εκκλησίας του Δήμου, η οποία μπορούσε πλέον να επικυρώνει ή να ακυρώνει αποφάσεις καταδίκης σε θανατική ποινή τις οποίες είχε λάβει ο Αρειος Πάγος.
Το σημαντικότερο μέτρο από κοινωνική άποψη ήταν η πολιτογράφηση όλων των μετοίκων και των απελεύθερων, με αποτέλεσμα μεγάλος αριθμός κατοίκων της Αττικής να αποκτήσει δικαιώματα αθηναίου πολίτη. Επίσης οι βουλευτές έπαψαν να εκλέγονται μόνο από την τάξη των πεντακοσιομεδίμνων και εκλέγονταν πλέον και από τους τριακοσιομέδιμνους και τους ζευγίτες. Μόνο η τέταρτη τάξη, οι θήτες, του τιμοκρατικού συστήματος που είχε καθιερώσει ο Σόλων, δεν είχαν το δικαίωμα του εκλέγεσθαι, απέκτησαν όμως το δικαίωμα του εκλέγειν.
Κατά της τυραννίδας
Για να προστατεύσει το πολίτευμα από την πιθανότητα επιβολής τυραννίδας ο Κλεισθένης απομάκρυνε από την κορυφή της πολιτείας τον επώνυμο άρχοντα - ο οποίος εκλεγόταν με θητεία ενός έτους, άρα ήταν δυνάμει επικίνδυνος - και τον αντικατέστησε με έναν απλό βουλευτή, από τους 500, ο οποίος αναδεικνυόταν με κλήρο και άλλαζε κάθε ημέρα.
Άλλο μέτρο για την προστασία του πολιτεύματος ήταν ο οστρακισμός. Οι κάτοικοι της Αττικής μπορούσαν να γράψουν επάνω σε ένα όστρακο (κομμάτι από σπασμένο αγγείο) το όνομα κάποιου τον οποίο θεωρούσαν επικίνδυνο για το πολίτευμα. Αν οι ψήφοι (τα όστρακα) έφθαναν τις 6.000, τότε ο άνθρωπος αυτός εξοριζόταν πάραυτα από την Αθήνα για δέκα χρόνια, χωρίς όμως να χάσει ούτε τα πολιτικά του δικαιώματα ούτε την περιουσία του, δεδομένου ότι, με την ίδια διαδικασία, ο εξόριστος μπορούσε να ανακληθεί ή, όταν τελείωνε η ποινή του, να επιστρέψει στην πατρίδα.
KEIMENΟ: ΙΩΑΝΝΑ ΖΟΥΛΑ

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015

Εμ. Ροιδης, Τα υαλοπωλεια

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΗΣ

Ο Εμμανουήλ Ροΐδης (28 Ιουλίου 1836 – 7 Ιανουαρίου 1904) ήταν σημαντικός Έλληναςλογοτέχνης. Θεωρείται ένας από τους πιο πνευματώδεις συγγραφείς που παρουσιάστηκαν στα ελληνικά γράμματα, ενώ το έργο του συγκροτείται από πολλά διαφορετικά είδη, όπως μυθιστορήματα, διηγήματα, κριτικές μελέτες, κείμενα πολιτικού περιεχομένου, μεταφράσεις και χρονογραφήματα.

Βιογραφία

Ο Εμμανουήλ Ροΐδης γεννήθηκε στις 28 Ιουλίου 1836 στην Ερμούπολη της Σύρου από εύπορους και αριστοκρατικής καταγωγής (εκ Χίου) γονείς, τον Δημήτριο Ροΐδη και Κορνηλία το γένος Ροδοκανάκη. Το 1841 η οικογένειά του μετακόμισε στην Ιταλία λόγω του διορισμού του πατέρα του σε μεγάλο εμπορικό οίκο της εποχής, με έδρα την Γένοβα, και αργότερα της υπηρεσίας του ως Γενικού Προξένου της Ελλάδας. Σε ηλικία δεκατριών ετών, και ενώ οι γονείς του είχαν εγκατασταθεί στο Ιάσιο, ο Ροΐδης επέστρεψε στην Ερμούπολη, όπου σπουδάζει εσωτερικός στο φημισμένο ελληνοαμερικανικό λύκειο Χ. Ευαγγελίδη. Συμμαθητής του ήταν ο λόγιος, συγγραφέας και έμπορος Δημήτριος Βικέλαςκαι μαζί εξέδιδαν μια εβδομαδιαία χειρόγραφη εφημερίδα υπό τον τίτλο Μέλισσα.
Το 1855 αποφοιτώντας εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο για θεραπεία για το πρόβλημα της βαρηκοΐας που είχε εμφανιστεί από τα μαθητικά του χρόνια και συνέχισε να τον ταλαιπωρεί σε όλη τη ζωή του. Παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας και φιλοσοφίας. Μετά ένα χρόνο και εξ αιτίας της επιδείνωσης της υγείας του πήγε στο Ιάσιοκαι το 1857 στην Βραΐλα, όπου ανέλαβε την αλληλογραφία του εμπορικού οίκου του θείου του, Δημητρίου Ροδοκανάκη. Τότε ασχολήθηκε κρυφά με τη μετάφραση του Οδοιπορικού του Σατωβριάνδου, ο θείος του όμως το αντιλήφθηκε και τον παρότρυνε να την δημοσιεύσει. Την πλήρη μετάφραση εξέδωσε το 1860, έναν χρόνο αφού είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα μαζί με την οικογένειά του. Την επόμενη χρονιά ακολούθησε τους γονείς του στην Αίγυπτο, για θεραπεία της μητέρας του, όμως μετά τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα του το 1862 επέστρεψε με την μητέρα του και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, αποφασισμένος να μην ακολουθήσει τις εμπορικές δραστηριότητες που του είχε αφήσει ο πατέρας του αλλά να αφοσιωθεί στην ενασχόληση με τα γράμματα.
Το 1866 ολοκλήρωσε την συγγραφή του μυθιστορήματος Πάπισσα Ιωάννα, έργο μέσα από το οποίο σατιρίζει τον κλήρο της Δυτικής Εκκλησίας την περίοδο του Μεσαίωνα. Το βιβλίο αφορίστηκε από την Ιερά Σύνοδο (αφορισμός που άρθηκε αργότερα) αλλά με τις συνεχείς πέντε εκδόσεις του κατάφερε να καταξιώσει διεθνώς τον Ροΐδη (ως διάσημο ή μάλλον διαβόητο - κατά σημείωση του Αρίστου Καμπάνη), ο οποίος τα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε με γαλλόφωνες εφημερίδες ενώ το 1870 έγινε και διευθυντής της εφημερίδας Grèce (Γκρες).
Το 1873 απώλεσε σχεδόν όλη του την περιουσία που είχε επενδύσει σε μετοχές της Εταιρίας Λαυρίου και της Πιστωτικής.
Τον Ιανουάριο του 1875 και για 18 μήνες εξέδιδε με τον Θέμο Άννινο το εβδομαδιαίο περιοδικό, χιουμοριστικό στην αρχή, σατιρικό κατόπιν, Ασμοδαίος μέσα από τις σελίδες του οποίου είχε τη δυνατότητα να σχολιάζει την δημόσια και πολιτική ζωή της Ελλάδας καθώς και να συμμετέχει ενεργά σε αυτήν. Υπέγραφε με τα ψευδώνυμα «Θεοτούμπης», «Σκνίπας» και πολλά άλλα παρόμοια, τα περισσότερα μιας μόνο χρήσεως, αφού τα ψευδώνυμα αυτά φαίνεται πως ήταν συνήθως αναγραμματισμοί φράσεων που τόνιζαν κάτι που είχε αναφερθεί στο αντίστοιχο άρθρο.[1] Kαυτηρίαζε τη κομματική συναλλαγή της εποχής του, υποστηρίζοντας όμως την πολιτική του Χαρίλαου Τρικούπη.
Το 1877 άρχισε η διαμάχη του με τον Άγγελο Βλάχο, με αφορμή ένα κριτικό του κείμενο με τίτλο «Περί Συγχρόνου Ελληνικής Ποιήσεως», στο οποίο στρεφόταν κατά του ακραίουρομαντισμού και της πραγμάτωσής του στο έργο της Α' Αθηναϊκής Σχολής και των ποιητικών διαγωνισμών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1878 διορίστηκε έφορος στην Εθνική Βιβλιοθήκη, στην οποία εργαζόταν κατά την διάρκεια των κυβερνήσεων Τρικούπη, ενώ απολυόταν από τις κυβερνήσεις Δηλιγιάννη. Παράλληλα, εμφανιζόταν ως υπέρμαχος της δημοτικής με μια σειρά από γλωσσικές μελέτες αν και ο ίδιος έγραφε τα κείμενά του στην καθαρεύουσα. Το 1885 είχε ένα σοβαρό ατύχημα όταν τον χτύπησε μια άμαξα με αποτέλεσμα να σπάσει το σαγόνι του και να μην μπορεί να μιλήσει για μήνες. Το 1890έχασε την ακοή του οριστικά.
Την περίοδο 1890-1900 δημοσίευσε το μεγαλύτερο μέρος του καθαρά αφηγηματικού του έργου, που περιλαμβάνει αρκετά διηγήματα. Μέχρι το τέλος της ζωής του συνεργαζόταν με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες της εποχής στα οποία δημοσίευε διηγήματα και κριτικά άρθρα.
Πέθανε στην Αθήνα, στις 7 Ιανουαρίου 1904.Η αφήγηση πλέκεται σε 3 επίπεδα:
ΔΟΜΗ


Επίπεδο 1 (παράγραφοι 1-3): Τα προβλήματα που προκαλούν οι σκύλοι στους καταστηματάρχες. (Επανέρχεται στην παρ.11 κ.ε. με την περιγραφή του περιστατικού.)

Επίπεδο 2 (παράγραφοι 4-8): Τα προβλήματα που προκαλούν οι καταστηματάρχες στους πεζούς. Ο αφηγητής, ως πεζός στο κέντρο της Αθήνας, τοποθετείται στο πρόβλημα.

Επίπεδο 3 (παράγραφοι 9-14): Το περιστατικό: Τα προβλήματα που προκαλούν οι καταστηματάρχες στους σκύλους!


Προσωπικές εκτιμήσεις του αφηγητή υπάρχουν ακόμα στις εξής παραγράφους6:  Αλλά το υπέρ παν άλλο, ερεθίζον τα νεύρα, είναι όταν, υπερβάς τις την διασταύρωσιν των οδών Ερμού και Αιόλου, πεζοπορή δρομαίος πέραν της μακαρίτιδος «Ωραίας Ελλάδος», βιαζόμενος να φθάση τον σιδηρόδρομον  Πειραιώς και προσκρούων ανά παν βήμα εις εκθέσεις υαλοπωλείων, .στην 7: Μυριάκις, αφού εκινδύνευσα να πατήσω επί στοιβάδος πινακίων, κατελήφθην υπό σφοδρού πόθου να επιπέσω ως βούβαλος επί των πυραμίδων εκείνων, να λακτίσω ως ημίονος προς δεξιάν και αριστεράν, και να μεταβάλω εις θρύμματα την οχληράν και αυθάδη εκείνην κατάληψιν του πεζοδρομίου, υπό τον γλυκύν ήχον του συντριβομένου υαλίου, στην 8:  τα πεζοδρόμια είναι προωρισμένα προς ελευθέραν κυκλοφορίαν των πεζοδρόμων, στην 9 την πραγματοποίησιν του χρυσού μου ονείρου, και τέλος στη 14: Κρίμα τω όντι ότι αι γυναίκες δεν είναι εύθραυστοι όσον αι φιάλαι. Τα κατ’ εμέ, ανεχώρησα ικανοποιημένος, τρίβων τας χείρας μου και ευχόμενος, εις όλας τας επί των πεζοδρομίων εκθέσεις υαλικών, ομοίαν τύχην και όμοιον σκύλον. 
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

H κριτική, η διεισδυτική ματιά, το «έξυπνο», το ζωντανό, το έτοιμο να ανατρέψει βλέμμα του Ροΐδη, που σε συνδυασμό με την εκπληκτικά καλοδουλεμένη γλώσσα και τα με «ευλαβική» προσοχή επιλεγμένα εκφραστικά μέσα, μας μεταφέρει με την αφήγηση ενός περιστατικού στην Αθήνα του τότε και μας βοηθά έτσι να αντιληφθούμε μεμιάς κάποια από τα καθημερινά προβλήματα που βασάνιζαν κατά τα τέλη του 19ου αι. τους Αθηναίους.

Το κύριο θέμα του κειμένου είναι η πόλη και το κύριο στοιχείο του ύφους, το χιούμορ, που απαιτεί υψηλό βαθμό κριτικής ικανότητας. Για την κατανόηση του ιδιαίτερου ύφους του Ροΐδη παραβάλλουμε άλλα σχετικού περιεχομένου κείμενα αλλά διαφορετικού ύφους (βλ. Παράρτημα κείμενα Αγγ. Τερζάκη και Τ. Καραϊσκάκη).

Στα πεζοδρόμια της Αθήνας σκύλοι, άνθρωποι, εμπορεύματα, παράλογες επιθυμίες, συνυπάρχουν όλα και περιγράφονται με τρόπο χιουμοριστικό. Οι γλωσσικές επιλογές (η χρήση μεγαλόστομων και εντυπωσιακών εκφράσεων) και τα εκφραστικά μέσα του Ροΐδη (προσωποποιήσεις/ παρομοιώσεις / μεταφορές) ενισχύουν ακόμα περισσότερο την αστεία ατμόσφαιρα»: μεγαλόπρεπα καρπούζια / ροδόχροα καρπούζια  / ποτιστική μανία / οι σκύλοι έχουσι ευκινησία σχοινοβάτου, τα  πεζοδρόμια για τα πόδια των ανθρώπων  όπως η μύτη για τη στήριξη των γυαλιών, παρουσιάζει τον εαυτό του σαν ομηρικό ήρωα (βλ. Θεματικά κέντρα «το αστείο / το γέλιο), την  παράνοια που επικρατεί: μάταιες οι προσπάθειες των καταστηματαρχών αλλά παρ’ όλα αυτά δεν αποσύρουν από το πεζοδρόμιο τα εμπορεύματά τους. Η εμμονή τους να καταλαμβάνουν τα πεζοδρόμια διαιωνίζει το πρόβλημα για τους πεζούς αλλά και για τους ίδιους - οι επαναλαμβανόμες καθημερινές σκηνές κυνηγητού καταντούν κωμικές και γραφικές- παρ’ όλα αυτά οι καταστηματάρχες παραμένουν αδιόρθωτοι, είναι στενοκέφαλοι. Ποιος θα δώσει τη λύση; Ένας σκύλος. Ίσως η πλήρης καταστροφή –ανίδεον χάος συντιμμμάτων- να τους κάνει να βάλουν μυαλό. Εδώ εκφράζεται η γενικότερη στάση του Ροΐδη ευρωπαϊκή του συνείδηση δεν μπορούσε να δεχτεί συμπεριφορές και χειρισμούς των συμπατριωτών του, οι οποίοι εξαιτίας της στενοκεφαλιάς τους δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν ούτε καν τα αναγκαία μιας στοιχειωδώς πολιτισμένης ζωής, όπως οι υγιεινές συνθήκες διαβίωσης.

Η καταλυτική έως καταστροφική κριτική ήταν για αυτόν το μόνο μέσο, το μόνο όπλο, με το οποίο θα μπορούσε ίσως να αφυπνίσει τη συνείδηση των συμπολιτών του… Προς το τέλος της ζωής του, απογοητευμένος από ανθρώπους που τον πρόδωσαν, μιλούσε σχεδόν με περιφρόνηση για πρόσωπα και πράγματα (… όποιος πιστεύει ότι μπορεί να διορθώσει το ρωμέικο ομοιάζει σε γελοιότητα με αυτόν που προσπαθεί να τετραγωνίσει τον κύκλο) .  Η κριτική του παύει να είναι «σωφρονιστική» αλλά έχει γίνει πλέον «καταστροφική» (Α. Αγγέλου).

Σατιρίζει τη στενοκεφαλιά, την κακογουστιά, την έλλειψη σεβασμού προς τους άλλους, το χαμηλό επίπεδο πολιτισμού, την έλλειψη στοιχειωδών συνθηκών υγιεινής, ακόμα τους αφηρημένους ποιητές… (Εδώ φαίνεται η αντίδρασή του στον ρομαντισμό και στις υπερβολές του: σατιρίζει την αφηρημάδα των ποιητών,    τις ονειροφαντασίες τους, την απουσία επαφής τους με την πραγματικότητα) .
Διαθεματκές έννοιες  - Θεματικά κέντρα  
 

  • Ο Ροΐδης δεν είναι άνθρωπος της ακοής -άλλωστε ήταν βαρήκοος- αλλά της όρασης και μάλιστα της οξύτατης όρασης, είναι Λυγξ (ψευδώνυμό του στην εφημ. Του Κλεάνθη Τριαντάφυλλου «Ραμπαγάς») (Μουλλάς, 25). Η παρατηρητικότητά του σε συνδυασμό με την κριτική ικανότητά του -είναι γεννημένος πολεμιστής αναφέρει ο Κλ. Παράσχος (Παράσχος, 42)- καθορίζουν το ύφος της λογοτεχνικής παραγωγής του: γίνεται ο θεμελιωτής της νεοελληνικής κριτικής (ο Δροσίνης τον αποκαλούσε «αστυνομία της σκέψης»).

    Ο Ροΐδης υπήρξε κατεξοχήν κριτικός. Αυτή του η ιδιότητα σχετίζεται άμεσα με το ειρωνικό, σαρκαστικό, χιουμοριστικό, σατιρικό και τελικά ανατρεπτικό ύφος του. Η λογική του σε συνδυασμό με το σκώμμα συνέτριβε και άφηνε ερείπια χωρίς να προτείνει λύσεις, χωρίς να δημιουργεί. Γι’ αυτό ο Ροΐδης έχει χαρακτηριστεί  από τον Γρ. Ξενόπουλος ως καταλυτής (βλ. Ξενόπουλος, Το έργον του Ροΐδου, 31 Μαρτίου 1904). Παντού βρίσκει τρωτά: στη λογοτεχνία του καιρού του, στη ζωγραφική, σε όλα. Όμως αυτό που του αναγνωρίζουν όλοι είναι ότι με τη συνέπειά του έδωσε ώθηση να κάνει ο πνευματικός κόσμος ένα βήμα μπροστά. Γι΄αυτό και οι νεότεροι τον αναγνώρισαν.

     
  • Το κωμικό στοιχείο / το αστείο  / το γέλιο
Σε ποια σημεία κάνει ο Ροΐδης τον αναγνώστη να γελάσει; Με ποιους τρόπους πετυχαίνει ο συγγραφέας να αποδώσει το «κωμικό στοιχείο» στο κείμενο; Γιατί γελάμε διαβάζοντας το κείμενό του Ροΐδη.; Η ερμηνεία και η ανάλυση του γέλιου έχει απασχολήσει και εξακολουθεί να απασχολεί φιλοσόφους, κοινωνιολόγους, ανθρωπολόγους. Το γέλιο είναι μια από τις ιδιότητες του ανθρώπου που τον κάνουν να ξεχωρίζει από τα άλλα έμβια όντα (μαζί με τη δεξιότητα των χεριών,την ανωτερότητα του εγκεφάλου και τη γλώσσα) (Καρζής, 11). Ο Πλάτων θεωρούσε το γέλιο εκδήλωση ασχήμιας και χαιρεκακίας. Ο Νίτσε και ο Φρόιντ θεωρούσαν το γέλιο ως αποβολή μύχιου φόβου ή χαλάρωση από ψυχική φόρτιση, οι Μπερξόν και Κέστλερ ως επαναστατική πράξη (Λουπασάκης, 62-65).

Αλλά τι προκαλεί το γέλιο; 

To γέλιο προκαλείται από τη ύπαρξη του κωμικού στοιχείου. Συνεργασία παιδιών για τον εντοπισμό του αστείου (π.χ. αναφορά σε περίεργα χαρακτηριστικά…μύτη / δόντια/ σωματική διάπλαση / βάδισμα/ ενδυμασία…. / μια περίεργη συμπεριφορά κτλ.). Αστείο/ κωμικό είναι οτιδήποτε έρχεται σε αντίθεση με την κοινή λογική, τη μακρόχρονη συνήθεια, οτιδήποτε ξεφεύγει από τον κανόνα. Ο Ροΐδης είχε μοναδική ικανότητα να εντοπίζει το αστείο, το παράδοξο στη ζωή και να το σχολιάζει με τρόπο χιουμοριστικό ή και ειρωνικό και εν τέλει να σατιρικό. Το αστείο, το χιούμορ, η ειρωνεία και η σάτιρα είναι οι βασικοί άξονες του ροϊδειου ύφους και θα πρέπει να σχολιαστούν ιδιαίτερα κατά την προσέγγιση του κειμένου.

Αλλά γιατί γελάμε διαβάζοντας «Τα υαλοπωλεία»; Ο Bergson στη μελέτη του για το γέλιο αναφέρεται στο «κωμικό μιας κατάστασης» και «στο κωμικό των λέξεων». Για να αντιληφθούν οι μαθητές τη διαφορά των δύο ειδών «κωμικού» χρησιμοποιούμε το κείμενο και με τη βοήθειά μας εντοπίζουν το αστείο που προκύπτει από τα συμβάντα, καθώς και το αστείο που προκύπτει από το ύφος/ την επιλογή των λέξεων/  από τις ίδιες τις λέξεις.

Το κωμικό της κατάστασης

Η επανάληψη:

*  Οι επαναλαμβανόμενες σκηνές κυνηγητού των αδέσποτων σκυλιών από τους εξοργισμένους καταστηματάρχες.

*  Η αφηρημάδα / αδεξιότητα των πεζών (ποιητών, απρόσεκτων κ.ά.) που επαναλαμβάνεται  - η αδεξιότητα άλλωστε είναι από μόνη της αστεία.

Η επίμονη επιθυμία του αφηγητή να ορμήσει στη γυάλινη πυραμίδα κάθε φορά που αντικρίζει την «αυθάδη» έκθεση γυαλικών στα πεζοδρόμια.

Το πέσιμο, το γκρέμισμα, η χιονοστιβάδα όπως αποκαλεί ο Bergson το αιφνίδιο σώριασμα ανθρώπων και πραγμάτων:

Πέφτουν οι διαβάτες, οι ανυποψίαστοι πεζοί

Σωριάζονται τα γυαλικά, καταρρέει η πυραμίδα.

Η αντιστροφή/ το παράδοξο:

* Αντί για πεζούς βλέπεις  στα πεζοδρόμια σκυλιά και εμπορεύματα (έχει αντιστραφεί η φυσική τάξη)

*  Η επιδεξιότητα χαρακτηρίζει τα ζώα και όχι τους ανθρώπους


Το κωμικό των λέξεων : Εδώ το κωμικό το δημιουργεί η ίδια η γλώσσα. Ό,τι είναι το οφείλει στη δομή της φράσης ή στην επιλογή των λέξεων. Γι΄αυτό είναι δύσκολη και η μετάφρασή του από τη μια γλώσσα στην άλλη (Bergson, 87).

Η υπερβολή / η μεγαλοποίηση:

Οι υπερβολικά λεπτομερείς περιγραφές σκηνών, καταστάσεων και συναισθημάτων  (βλ. κείμενο)

Η υπερβολή είναι κωμική όταν παρατείνεται και προπάντων όταν είναι συστηματική. Αυτό πετυχαίνει τόσο πολύ να φέρει γέλιο, ώστε μερικοί συγγραφείς έφτασαν να ορίσουν το κωμικό με τη μεγαλοποίηση.

Η μετατόπιση του κοινότοπου σε επίσημο 
Στο κείμενο του Ροϊδη, το «βαρύγδουπο» ύφος της περιγραφής της φυσικής ανάγκης των σκύλων, ύφος που θυμίζει σοβαρή πραγματεία ζωολογίας και φυσιολογίας της εποχής, προκαλεί γέλιο. Το οικείο, το επουσιώδες, το ασήμαντο, μια συμπεριφορά αχρεία, μια κατάσταση άκοσμη, όπως εδώ η φυσική ανάγκη των σκύλων, παρουσιάζεται με πολύ επίσημο τρόπο, με ορολογία αυστηρού επιστημονικού εγχειριδίου σαν να πρόκειται για κάτι μεγάλο και σπουδαίο (ό.π., 103). Αυτή είναι η λεγόμενη «μετατόπιση», κυρίως από κάτω προς τα πάνω. Ο Ροΐδη Ροΐδης χρησιμοποιεί πολύ σοβαρό τόνο για κάτι πασίδηλα κοινό –τη φυσική ανάγκη των σκύλων και την έλξη τους από τα εμπορεύματα-στόχους.

 
Το ροΐδειο ύφος

Όπως και ο Κοραής έτσι και ο Ροΐδης είχε διακρίνει τη γλώσσα από το ύφος. Το ύφος το συλλαμβάνει ως καλλιτεχνική παρέκκλιση από τη νόρμα, από τον κανόνα:  Οι συγγραφείς έχουν απόλυτον άδεια να συμπλέκουν όπως θέλουσι τας λέξεις, να εκτείνωσι ή να συστέλλωσι ουσιαστικών και επιθέτων συζεύξεις… και παν άλλο τοιούτο μα τολμώσι χάριν ζωηροτέρας παραστάσεως του νοήματος ή και απλώς επιδιώξεως πρωτοτυπίας (Δημηρούλης, Η τέχνη του ύφους…, 27).

Το καλό ύφος ταυτίστηκε με το «παρά προσδοκίαν γράφειν, δηλαδή με την ανατρεπτική χρήση του λόγου (ό.π., 34):

Ο Δ. Δημηρούλης παρατηρεί σχετικά με το κειμενικά είδη με τα οποία αχολήθηκε ο Ροϊδης: Όπως ο Κοραής κινείται ανάμεσα στα όρια των ειδών, λογοτεχνία, χρονογράφημα, κριτική, ιστορική μελέτη, δοκίμιο. Δεν θεωρήθηκε ποτέ καθαρός λογοτέχνης, αλλά λόγιος που σε συγκεκριμένες στιγμές του βίου του πειραματίστηκε με τη λογοτεχνική γραφή. Τα πεζογραφήματά του μοιάζουν με μεταμφιεσμένες πραγματείες. Τα κείμενά του συνιστούν πρωτότυπες αφηγηματικές προτάσεις. Η ειρωνική παραποίηση, η εσκεμμένη υπερβολή, η αφηγηματική αποστασιοποίηση, όλα ανήκουν στη ροΐδεια ευφυολογία και το σπάνιο ύφος (Δημηρούλης, ό.π. 195 κ.ε.). 

Η γλώσσα
Στο έργο του Ροϊδη επικρατεί η γλώσσα που ίσχυε για όλη την αφηγηματική επιφυλλιδογραφίας της εποχής: η λόγια γλώσσα κυριαρχεί ακόμα και στους διαλόγου, εκτός από τις περιπτώσεις όπου μιλούν αγράμματοι άνθρωποι του λαού.(Μουλλάς 27). Ιδιαίτερη φροντίδα για τη γραφή, επιμένει στις ορθές γλωσσικές χρήσεις συσσωρεύει ομηρικές, αρχαϊκές, σπάνιες λέξεις και παραθέτει άφθονα συνήθως αμετάφραστα λογοτεχνικά χωρίς Γάλλων κατά κανόνα λογοτεχνών. (Μουλλάς, 37).

Υπήρξε υποστηρικτής του Ψυχάρη. Αλλά στην αντιμετώπιση του γλωσσικού προβλήματος οι ιδέες του συγγένευαν με αυτές του Κοραή.Τα στοιχεία της καθαρεύουσας δε γίνεται να απορριφθούν τώρα τουλάχιστον από τη γραπτή γλώσσα.  Αυτά που πρέπει να απορριφθούν είναι οι βαρβαρισμοί τα ασυμβίβαστα προς το λόγο στοιχεία που είχαν βάλει στη γλώσσα οι αττικιστές. Ήθελε καθαρεύουσα λαφρωμένη από αττικισμούς, εύληπττη και ευμάθητη και σχετικά ομαλή ώσπου να φτάσουμε στη δημοτική. Πίστευε σε ένα είδος συνάντησης εις το μέσον της κλίμακος όπως την ονειρευόταν και ο Κοραής. Η καθαρεύουσα ολοένα απλοποιούμενη αποβάλλοντας τα νεκρά στοιχεία της και η δημοτική ολοένα πλουτιζόμενη με στοιχεία της καθαρεύουσας. Η γλώσσα του είναι λοιπόν η πολύ απλή καθαρεύουσα, κυρίως από το 1980 και μετά (1891-1901) – (Παράσχος,  32).

Ο Ροϊδης έγραφε όχι ένεκα της αγάπης του προς την καθαρεύουσα αλλά ακριβώς ένεκα του μίσους της κατ’ αυτήν.  Η καθαρεύουσα … ομοιάζει με τα κακά και δύστροπα εκείνα γύναια, τα οποία τιθασεύει και υποτάσσει ο ματαχειριζόμενος όχι με θωπείας αλλά με ραβδισμούς. Αναγνωρίζει την ανάγκη της καθαρεύουσας και συμβουλεύει την επανάσταση ήρεμο, βραδεία, βαθμιαία. Φανταζόταν τη γλώσσα σαν μια μεγάλη σκάλα που έπρεπε οι δύο άκρες της να συναντηθούν, από τη μια άκρη η αρχαία γλώσσα των αττικιστών θα έπρεπε να αποβάλει σχολαστικισμούς και αρχαιοπρεπή στοιχεία ξένα προς το λαϊκό γλωσσικό αίσθημα και από την άλλη η δημοτική τις ακρότητές της. Οι απόψεις του θυμίζουν το μεγάλο λόγιο του διαφωτισμού τον Κοράη, τον οποίο ο Ροΐδης θαύμαζε.

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2015