Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

Κλεισθένης, Η Θεμελίωση της Αθηναϊκής Δημοκρατίας

Τα θεμέλια της δημοκρατίας
Τα μέτρα του Κλεισθένους, με βάση την «ισηγορία» και την «ισονομία», έθεσαν τα θεμέλια της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Με το νέο πολιτειακό σύστημα καταργήθηκαν οι θεσμοί των γενών και των φυλών που αποτελούσαν τη βάση της κοινωνικής διαίρεσης. H νέα πολιτειακή δομή βασιζόταν στην τοπογραφία. Οι τέσσερις παλαιές ιωνικές φυλές (Αιγικορείς, Οπλητες, Γελέοντες, Αργαδείς) αντικαταστάθηκαν με δέκα τεχνητές φυλές που πήραν τα ονόματά τους από «επωνύμους», δηλαδή συγκεκριμένους, ήρωες της Αττικής, όπως ο Ερεχθεύς, ο Αιγεύς, ο Αίας κτλ. Ο βωμός με τους ανδριάντες των Επωνύμων Ηρώων βρισκόταν στην Αγορά.
H κάθε φυλή χωρίστηκε σε τρία μέρη, τις «τριττύες». Το σχέδιο απέβλεπε στη διάσπαση της τοπικής δύναμης των φυλών, γι' αυτό ο Κλεισθένης χώρισε τις τριττύες ανά δέκα: δέκα «περί το άστυ», δέκα «παράλιες» και δέκα «μεσόγειες», και ύστερα, με κλήρο, δόθηκαν σε κάθε φυλή πάλι τρεις τριττύες, αλλά μία από κάθε τομέα (άστυ, παραλία, μεσογαία). Παράλληλα κατανεμήθηκαν και οι δήμοι. Οι δήμοι γύρω από το άστυ ήταν οι μεγαλύτεροι. Μπορούσε, λόγου χάρη, ένας δήμος να αποτελείται μόνο από μία τριττύα ενώ αλλού μία τριττύα μπορούσε να περιλαμβάνει οκτώ ή και εννέα δήμους.
Αυξάνονται οι πολίτες
Οι κάτοικοι κάθε δήμου έπαιρναν πλέον το όνομά τους από τον δήμο τους. Ετσι καταργήθηκε η παλαιά διάκριση των πολιτών σε παλιούς Αθηναίους και νεοπολίτες. Κάθε χρόνο από κάθε φυλή εκλέγονταν 50 βουλευτές και έτσι τα μέλη της Βουλής από 400 αυξήθηκαν σε 500. Οι 50 βουλευτές της κάθε φυλής «πρυτάνευαν» για το ένα δέκατο του έτους (το αττικό έτος το αποτελούσαν 12 σεληνιακοί μήνες και 354 ημέρες), δηλαδή για 35 ή 36 ημέρες.
Από τις σημαντικότερες αρμοδιότητες της Βουλής ήταν η κατάρτιση των προβουλευμάτων - των νομοσχεδίων - που επρόκειτο να συζητηθούν και να ψηφισθούν από την Εκκλησία του Δήμου. Επιπλέον ο Κλεισθένης αύξησε τις αρμοδιότητες της Εκκλησίας του Δήμου, η οποία μπορούσε πλέον να επικυρώνει ή να ακυρώνει αποφάσεις καταδίκης σε θανατική ποινή τις οποίες είχε λάβει ο Αρειος Πάγος.
Το σημαντικότερο μέτρο από κοινωνική άποψη ήταν η πολιτογράφηση όλων των μετοίκων και των απελεύθερων, με αποτέλεσμα μεγάλος αριθμός κατοίκων της Αττικής να αποκτήσει δικαιώματα αθηναίου πολίτη. Επίσης οι βουλευτές έπαψαν να εκλέγονται μόνο από την τάξη των πεντακοσιομεδίμνων και εκλέγονταν πλέον και από τους τριακοσιομέδιμνους και τους ζευγίτες. Μόνο η τέταρτη τάξη, οι θήτες, του τιμοκρατικού συστήματος που είχε καθιερώσει ο Σόλων, δεν είχαν το δικαίωμα του εκλέγεσθαι, απέκτησαν όμως το δικαίωμα του εκλέγειν.
Κατά της τυραννίδας
Για να προστατεύσει το πολίτευμα από την πιθανότητα επιβολής τυραννίδας ο Κλεισθένης απομάκρυνε από την κορυφή της πολιτείας τον επώνυμο άρχοντα - ο οποίος εκλεγόταν με θητεία ενός έτους, άρα ήταν δυνάμει επικίνδυνος - και τον αντικατέστησε με έναν απλό βουλευτή, από τους 500, ο οποίος αναδεικνυόταν με κλήρο και άλλαζε κάθε ημέρα.
Άλλο μέτρο για την προστασία του πολιτεύματος ήταν ο οστρακισμός. Οι κάτοικοι της Αττικής μπορούσαν να γράψουν επάνω σε ένα όστρακο (κομμάτι από σπασμένο αγγείο) το όνομα κάποιου τον οποίο θεωρούσαν επικίνδυνο για το πολίτευμα. Αν οι ψήφοι (τα όστρακα) έφθαναν τις 6.000, τότε ο άνθρωπος αυτός εξοριζόταν πάραυτα από την Αθήνα για δέκα χρόνια, χωρίς όμως να χάσει ούτε τα πολιτικά του δικαιώματα ούτε την περιουσία του, δεδομένου ότι, με την ίδια διαδικασία, ο εξόριστος μπορούσε να ανακληθεί ή, όταν τελείωνε η ποινή του, να επιστρέψει στην πατρίδα.
KEIMENΟ: ΙΩΑΝΝΑ ΖΟΥΛΑ

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015

Εμ. Ροιδης, Τα υαλοπωλεια

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΗΣ

Ο Εμμανουήλ Ροΐδης (28 Ιουλίου 1836 – 7 Ιανουαρίου 1904) ήταν σημαντικός Έλληναςλογοτέχνης. Θεωρείται ένας από τους πιο πνευματώδεις συγγραφείς που παρουσιάστηκαν στα ελληνικά γράμματα, ενώ το έργο του συγκροτείται από πολλά διαφορετικά είδη, όπως μυθιστορήματα, διηγήματα, κριτικές μελέτες, κείμενα πολιτικού περιεχομένου, μεταφράσεις και χρονογραφήματα.

Βιογραφία

Ο Εμμανουήλ Ροΐδης γεννήθηκε στις 28 Ιουλίου 1836 στην Ερμούπολη της Σύρου από εύπορους και αριστοκρατικής καταγωγής (εκ Χίου) γονείς, τον Δημήτριο Ροΐδη και Κορνηλία το γένος Ροδοκανάκη. Το 1841 η οικογένειά του μετακόμισε στην Ιταλία λόγω του διορισμού του πατέρα του σε μεγάλο εμπορικό οίκο της εποχής, με έδρα την Γένοβα, και αργότερα της υπηρεσίας του ως Γενικού Προξένου της Ελλάδας. Σε ηλικία δεκατριών ετών, και ενώ οι γονείς του είχαν εγκατασταθεί στο Ιάσιο, ο Ροΐδης επέστρεψε στην Ερμούπολη, όπου σπουδάζει εσωτερικός στο φημισμένο ελληνοαμερικανικό λύκειο Χ. Ευαγγελίδη. Συμμαθητής του ήταν ο λόγιος, συγγραφέας και έμπορος Δημήτριος Βικέλαςκαι μαζί εξέδιδαν μια εβδομαδιαία χειρόγραφη εφημερίδα υπό τον τίτλο Μέλισσα.
Το 1855 αποφοιτώντας εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο για θεραπεία για το πρόβλημα της βαρηκοΐας που είχε εμφανιστεί από τα μαθητικά του χρόνια και συνέχισε να τον ταλαιπωρεί σε όλη τη ζωή του. Παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας και φιλοσοφίας. Μετά ένα χρόνο και εξ αιτίας της επιδείνωσης της υγείας του πήγε στο Ιάσιοκαι το 1857 στην Βραΐλα, όπου ανέλαβε την αλληλογραφία του εμπορικού οίκου του θείου του, Δημητρίου Ροδοκανάκη. Τότε ασχολήθηκε κρυφά με τη μετάφραση του Οδοιπορικού του Σατωβριάνδου, ο θείος του όμως το αντιλήφθηκε και τον παρότρυνε να την δημοσιεύσει. Την πλήρη μετάφραση εξέδωσε το 1860, έναν χρόνο αφού είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα μαζί με την οικογένειά του. Την επόμενη χρονιά ακολούθησε τους γονείς του στην Αίγυπτο, για θεραπεία της μητέρας του, όμως μετά τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα του το 1862 επέστρεψε με την μητέρα του και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, αποφασισμένος να μην ακολουθήσει τις εμπορικές δραστηριότητες που του είχε αφήσει ο πατέρας του αλλά να αφοσιωθεί στην ενασχόληση με τα γράμματα.
Το 1866 ολοκλήρωσε την συγγραφή του μυθιστορήματος Πάπισσα Ιωάννα, έργο μέσα από το οποίο σατιρίζει τον κλήρο της Δυτικής Εκκλησίας την περίοδο του Μεσαίωνα. Το βιβλίο αφορίστηκε από την Ιερά Σύνοδο (αφορισμός που άρθηκε αργότερα) αλλά με τις συνεχείς πέντε εκδόσεις του κατάφερε να καταξιώσει διεθνώς τον Ροΐδη (ως διάσημο ή μάλλον διαβόητο - κατά σημείωση του Αρίστου Καμπάνη), ο οποίος τα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε με γαλλόφωνες εφημερίδες ενώ το 1870 έγινε και διευθυντής της εφημερίδας Grèce (Γκρες).
Το 1873 απώλεσε σχεδόν όλη του την περιουσία που είχε επενδύσει σε μετοχές της Εταιρίας Λαυρίου και της Πιστωτικής.
Τον Ιανουάριο του 1875 και για 18 μήνες εξέδιδε με τον Θέμο Άννινο το εβδομαδιαίο περιοδικό, χιουμοριστικό στην αρχή, σατιρικό κατόπιν, Ασμοδαίος μέσα από τις σελίδες του οποίου είχε τη δυνατότητα να σχολιάζει την δημόσια και πολιτική ζωή της Ελλάδας καθώς και να συμμετέχει ενεργά σε αυτήν. Υπέγραφε με τα ψευδώνυμα «Θεοτούμπης», «Σκνίπας» και πολλά άλλα παρόμοια, τα περισσότερα μιας μόνο χρήσεως, αφού τα ψευδώνυμα αυτά φαίνεται πως ήταν συνήθως αναγραμματισμοί φράσεων που τόνιζαν κάτι που είχε αναφερθεί στο αντίστοιχο άρθρο.[1] Kαυτηρίαζε τη κομματική συναλλαγή της εποχής του, υποστηρίζοντας όμως την πολιτική του Χαρίλαου Τρικούπη.
Το 1877 άρχισε η διαμάχη του με τον Άγγελο Βλάχο, με αφορμή ένα κριτικό του κείμενο με τίτλο «Περί Συγχρόνου Ελληνικής Ποιήσεως», στο οποίο στρεφόταν κατά του ακραίουρομαντισμού και της πραγμάτωσής του στο έργο της Α' Αθηναϊκής Σχολής και των ποιητικών διαγωνισμών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1878 διορίστηκε έφορος στην Εθνική Βιβλιοθήκη, στην οποία εργαζόταν κατά την διάρκεια των κυβερνήσεων Τρικούπη, ενώ απολυόταν από τις κυβερνήσεις Δηλιγιάννη. Παράλληλα, εμφανιζόταν ως υπέρμαχος της δημοτικής με μια σειρά από γλωσσικές μελέτες αν και ο ίδιος έγραφε τα κείμενά του στην καθαρεύουσα. Το 1885 είχε ένα σοβαρό ατύχημα όταν τον χτύπησε μια άμαξα με αποτέλεσμα να σπάσει το σαγόνι του και να μην μπορεί να μιλήσει για μήνες. Το 1890έχασε την ακοή του οριστικά.
Την περίοδο 1890-1900 δημοσίευσε το μεγαλύτερο μέρος του καθαρά αφηγηματικού του έργου, που περιλαμβάνει αρκετά διηγήματα. Μέχρι το τέλος της ζωής του συνεργαζόταν με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες της εποχής στα οποία δημοσίευε διηγήματα και κριτικά άρθρα.
Πέθανε στην Αθήνα, στις 7 Ιανουαρίου 1904.Η αφήγηση πλέκεται σε 3 επίπεδα:
ΔΟΜΗ


Επίπεδο 1 (παράγραφοι 1-3): Τα προβλήματα που προκαλούν οι σκύλοι στους καταστηματάρχες. (Επανέρχεται στην παρ.11 κ.ε. με την περιγραφή του περιστατικού.)

Επίπεδο 2 (παράγραφοι 4-8): Τα προβλήματα που προκαλούν οι καταστηματάρχες στους πεζούς. Ο αφηγητής, ως πεζός στο κέντρο της Αθήνας, τοποθετείται στο πρόβλημα.

Επίπεδο 3 (παράγραφοι 9-14): Το περιστατικό: Τα προβλήματα που προκαλούν οι καταστηματάρχες στους σκύλους!


Προσωπικές εκτιμήσεις του αφηγητή υπάρχουν ακόμα στις εξής παραγράφους6:  Αλλά το υπέρ παν άλλο, ερεθίζον τα νεύρα, είναι όταν, υπερβάς τις την διασταύρωσιν των οδών Ερμού και Αιόλου, πεζοπορή δρομαίος πέραν της μακαρίτιδος «Ωραίας Ελλάδος», βιαζόμενος να φθάση τον σιδηρόδρομον  Πειραιώς και προσκρούων ανά παν βήμα εις εκθέσεις υαλοπωλείων, .στην 7: Μυριάκις, αφού εκινδύνευσα να πατήσω επί στοιβάδος πινακίων, κατελήφθην υπό σφοδρού πόθου να επιπέσω ως βούβαλος επί των πυραμίδων εκείνων, να λακτίσω ως ημίονος προς δεξιάν και αριστεράν, και να μεταβάλω εις θρύμματα την οχληράν και αυθάδη εκείνην κατάληψιν του πεζοδρομίου, υπό τον γλυκύν ήχον του συντριβομένου υαλίου, στην 8:  τα πεζοδρόμια είναι προωρισμένα προς ελευθέραν κυκλοφορίαν των πεζοδρόμων, στην 9 την πραγματοποίησιν του χρυσού μου ονείρου, και τέλος στη 14: Κρίμα τω όντι ότι αι γυναίκες δεν είναι εύθραυστοι όσον αι φιάλαι. Τα κατ’ εμέ, ανεχώρησα ικανοποιημένος, τρίβων τας χείρας μου και ευχόμενος, εις όλας τας επί των πεζοδρομίων εκθέσεις υαλικών, ομοίαν τύχην και όμοιον σκύλον. 
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

H κριτική, η διεισδυτική ματιά, το «έξυπνο», το ζωντανό, το έτοιμο να ανατρέψει βλέμμα του Ροΐδη, που σε συνδυασμό με την εκπληκτικά καλοδουλεμένη γλώσσα και τα με «ευλαβική» προσοχή επιλεγμένα εκφραστικά μέσα, μας μεταφέρει με την αφήγηση ενός περιστατικού στην Αθήνα του τότε και μας βοηθά έτσι να αντιληφθούμε μεμιάς κάποια από τα καθημερινά προβλήματα που βασάνιζαν κατά τα τέλη του 19ου αι. τους Αθηναίους.

Το κύριο θέμα του κειμένου είναι η πόλη και το κύριο στοιχείο του ύφους, το χιούμορ, που απαιτεί υψηλό βαθμό κριτικής ικανότητας. Για την κατανόηση του ιδιαίτερου ύφους του Ροΐδη παραβάλλουμε άλλα σχετικού περιεχομένου κείμενα αλλά διαφορετικού ύφους (βλ. Παράρτημα κείμενα Αγγ. Τερζάκη και Τ. Καραϊσκάκη).

Στα πεζοδρόμια της Αθήνας σκύλοι, άνθρωποι, εμπορεύματα, παράλογες επιθυμίες, συνυπάρχουν όλα και περιγράφονται με τρόπο χιουμοριστικό. Οι γλωσσικές επιλογές (η χρήση μεγαλόστομων και εντυπωσιακών εκφράσεων) και τα εκφραστικά μέσα του Ροΐδη (προσωποποιήσεις/ παρομοιώσεις / μεταφορές) ενισχύουν ακόμα περισσότερο την αστεία ατμόσφαιρα»: μεγαλόπρεπα καρπούζια / ροδόχροα καρπούζια  / ποτιστική μανία / οι σκύλοι έχουσι ευκινησία σχοινοβάτου, τα  πεζοδρόμια για τα πόδια των ανθρώπων  όπως η μύτη για τη στήριξη των γυαλιών, παρουσιάζει τον εαυτό του σαν ομηρικό ήρωα (βλ. Θεματικά κέντρα «το αστείο / το γέλιο), την  παράνοια που επικρατεί: μάταιες οι προσπάθειες των καταστηματαρχών αλλά παρ’ όλα αυτά δεν αποσύρουν από το πεζοδρόμιο τα εμπορεύματά τους. Η εμμονή τους να καταλαμβάνουν τα πεζοδρόμια διαιωνίζει το πρόβλημα για τους πεζούς αλλά και για τους ίδιους - οι επαναλαμβανόμες καθημερινές σκηνές κυνηγητού καταντούν κωμικές και γραφικές- παρ’ όλα αυτά οι καταστηματάρχες παραμένουν αδιόρθωτοι, είναι στενοκέφαλοι. Ποιος θα δώσει τη λύση; Ένας σκύλος. Ίσως η πλήρης καταστροφή –ανίδεον χάος συντιμμμάτων- να τους κάνει να βάλουν μυαλό. Εδώ εκφράζεται η γενικότερη στάση του Ροΐδη ευρωπαϊκή του συνείδηση δεν μπορούσε να δεχτεί συμπεριφορές και χειρισμούς των συμπατριωτών του, οι οποίοι εξαιτίας της στενοκεφαλιάς τους δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν ούτε καν τα αναγκαία μιας στοιχειωδώς πολιτισμένης ζωής, όπως οι υγιεινές συνθήκες διαβίωσης.

Η καταλυτική έως καταστροφική κριτική ήταν για αυτόν το μόνο μέσο, το μόνο όπλο, με το οποίο θα μπορούσε ίσως να αφυπνίσει τη συνείδηση των συμπολιτών του… Προς το τέλος της ζωής του, απογοητευμένος από ανθρώπους που τον πρόδωσαν, μιλούσε σχεδόν με περιφρόνηση για πρόσωπα και πράγματα (… όποιος πιστεύει ότι μπορεί να διορθώσει το ρωμέικο ομοιάζει σε γελοιότητα με αυτόν που προσπαθεί να τετραγωνίσει τον κύκλο) .  Η κριτική του παύει να είναι «σωφρονιστική» αλλά έχει γίνει πλέον «καταστροφική» (Α. Αγγέλου).

Σατιρίζει τη στενοκεφαλιά, την κακογουστιά, την έλλειψη σεβασμού προς τους άλλους, το χαμηλό επίπεδο πολιτισμού, την έλλειψη στοιχειωδών συνθηκών υγιεινής, ακόμα τους αφηρημένους ποιητές… (Εδώ φαίνεται η αντίδρασή του στον ρομαντισμό και στις υπερβολές του: σατιρίζει την αφηρημάδα των ποιητών,    τις ονειροφαντασίες τους, την απουσία επαφής τους με την πραγματικότητα) .
Διαθεματκές έννοιες  - Θεματικά κέντρα  
 

  • Ο Ροΐδης δεν είναι άνθρωπος της ακοής -άλλωστε ήταν βαρήκοος- αλλά της όρασης και μάλιστα της οξύτατης όρασης, είναι Λυγξ (ψευδώνυμό του στην εφημ. Του Κλεάνθη Τριαντάφυλλου «Ραμπαγάς») (Μουλλάς, 25). Η παρατηρητικότητά του σε συνδυασμό με την κριτική ικανότητά του -είναι γεννημένος πολεμιστής αναφέρει ο Κλ. Παράσχος (Παράσχος, 42)- καθορίζουν το ύφος της λογοτεχνικής παραγωγής του: γίνεται ο θεμελιωτής της νεοελληνικής κριτικής (ο Δροσίνης τον αποκαλούσε «αστυνομία της σκέψης»).

    Ο Ροΐδης υπήρξε κατεξοχήν κριτικός. Αυτή του η ιδιότητα σχετίζεται άμεσα με το ειρωνικό, σαρκαστικό, χιουμοριστικό, σατιρικό και τελικά ανατρεπτικό ύφος του. Η λογική του σε συνδυασμό με το σκώμμα συνέτριβε και άφηνε ερείπια χωρίς να προτείνει λύσεις, χωρίς να δημιουργεί. Γι’ αυτό ο Ροΐδης έχει χαρακτηριστεί  από τον Γρ. Ξενόπουλος ως καταλυτής (βλ. Ξενόπουλος, Το έργον του Ροΐδου, 31 Μαρτίου 1904). Παντού βρίσκει τρωτά: στη λογοτεχνία του καιρού του, στη ζωγραφική, σε όλα. Όμως αυτό που του αναγνωρίζουν όλοι είναι ότι με τη συνέπειά του έδωσε ώθηση να κάνει ο πνευματικός κόσμος ένα βήμα μπροστά. Γι΄αυτό και οι νεότεροι τον αναγνώρισαν.

     
  • Το κωμικό στοιχείο / το αστείο  / το γέλιο
Σε ποια σημεία κάνει ο Ροΐδης τον αναγνώστη να γελάσει; Με ποιους τρόπους πετυχαίνει ο συγγραφέας να αποδώσει το «κωμικό στοιχείο» στο κείμενο; Γιατί γελάμε διαβάζοντας το κείμενό του Ροΐδη.; Η ερμηνεία και η ανάλυση του γέλιου έχει απασχολήσει και εξακολουθεί να απασχολεί φιλοσόφους, κοινωνιολόγους, ανθρωπολόγους. Το γέλιο είναι μια από τις ιδιότητες του ανθρώπου που τον κάνουν να ξεχωρίζει από τα άλλα έμβια όντα (μαζί με τη δεξιότητα των χεριών,την ανωτερότητα του εγκεφάλου και τη γλώσσα) (Καρζής, 11). Ο Πλάτων θεωρούσε το γέλιο εκδήλωση ασχήμιας και χαιρεκακίας. Ο Νίτσε και ο Φρόιντ θεωρούσαν το γέλιο ως αποβολή μύχιου φόβου ή χαλάρωση από ψυχική φόρτιση, οι Μπερξόν και Κέστλερ ως επαναστατική πράξη (Λουπασάκης, 62-65).

Αλλά τι προκαλεί το γέλιο; 

To γέλιο προκαλείται από τη ύπαρξη του κωμικού στοιχείου. Συνεργασία παιδιών για τον εντοπισμό του αστείου (π.χ. αναφορά σε περίεργα χαρακτηριστικά…μύτη / δόντια/ σωματική διάπλαση / βάδισμα/ ενδυμασία…. / μια περίεργη συμπεριφορά κτλ.). Αστείο/ κωμικό είναι οτιδήποτε έρχεται σε αντίθεση με την κοινή λογική, τη μακρόχρονη συνήθεια, οτιδήποτε ξεφεύγει από τον κανόνα. Ο Ροΐδης είχε μοναδική ικανότητα να εντοπίζει το αστείο, το παράδοξο στη ζωή και να το σχολιάζει με τρόπο χιουμοριστικό ή και ειρωνικό και εν τέλει να σατιρικό. Το αστείο, το χιούμορ, η ειρωνεία και η σάτιρα είναι οι βασικοί άξονες του ροϊδειου ύφους και θα πρέπει να σχολιαστούν ιδιαίτερα κατά την προσέγγιση του κειμένου.

Αλλά γιατί γελάμε διαβάζοντας «Τα υαλοπωλεία»; Ο Bergson στη μελέτη του για το γέλιο αναφέρεται στο «κωμικό μιας κατάστασης» και «στο κωμικό των λέξεων». Για να αντιληφθούν οι μαθητές τη διαφορά των δύο ειδών «κωμικού» χρησιμοποιούμε το κείμενο και με τη βοήθειά μας εντοπίζουν το αστείο που προκύπτει από τα συμβάντα, καθώς και το αστείο που προκύπτει από το ύφος/ την επιλογή των λέξεων/  από τις ίδιες τις λέξεις.

Το κωμικό της κατάστασης

Η επανάληψη:

*  Οι επαναλαμβανόμενες σκηνές κυνηγητού των αδέσποτων σκυλιών από τους εξοργισμένους καταστηματάρχες.

*  Η αφηρημάδα / αδεξιότητα των πεζών (ποιητών, απρόσεκτων κ.ά.) που επαναλαμβάνεται  - η αδεξιότητα άλλωστε είναι από μόνη της αστεία.

Η επίμονη επιθυμία του αφηγητή να ορμήσει στη γυάλινη πυραμίδα κάθε φορά που αντικρίζει την «αυθάδη» έκθεση γυαλικών στα πεζοδρόμια.

Το πέσιμο, το γκρέμισμα, η χιονοστιβάδα όπως αποκαλεί ο Bergson το αιφνίδιο σώριασμα ανθρώπων και πραγμάτων:

Πέφτουν οι διαβάτες, οι ανυποψίαστοι πεζοί

Σωριάζονται τα γυαλικά, καταρρέει η πυραμίδα.

Η αντιστροφή/ το παράδοξο:

* Αντί για πεζούς βλέπεις  στα πεζοδρόμια σκυλιά και εμπορεύματα (έχει αντιστραφεί η φυσική τάξη)

*  Η επιδεξιότητα χαρακτηρίζει τα ζώα και όχι τους ανθρώπους


Το κωμικό των λέξεων : Εδώ το κωμικό το δημιουργεί η ίδια η γλώσσα. Ό,τι είναι το οφείλει στη δομή της φράσης ή στην επιλογή των λέξεων. Γι΄αυτό είναι δύσκολη και η μετάφρασή του από τη μια γλώσσα στην άλλη (Bergson, 87).

Η υπερβολή / η μεγαλοποίηση:

Οι υπερβολικά λεπτομερείς περιγραφές σκηνών, καταστάσεων και συναισθημάτων  (βλ. κείμενο)

Η υπερβολή είναι κωμική όταν παρατείνεται και προπάντων όταν είναι συστηματική. Αυτό πετυχαίνει τόσο πολύ να φέρει γέλιο, ώστε μερικοί συγγραφείς έφτασαν να ορίσουν το κωμικό με τη μεγαλοποίηση.

Η μετατόπιση του κοινότοπου σε επίσημο 
Στο κείμενο του Ροϊδη, το «βαρύγδουπο» ύφος της περιγραφής της φυσικής ανάγκης των σκύλων, ύφος που θυμίζει σοβαρή πραγματεία ζωολογίας και φυσιολογίας της εποχής, προκαλεί γέλιο. Το οικείο, το επουσιώδες, το ασήμαντο, μια συμπεριφορά αχρεία, μια κατάσταση άκοσμη, όπως εδώ η φυσική ανάγκη των σκύλων, παρουσιάζεται με πολύ επίσημο τρόπο, με ορολογία αυστηρού επιστημονικού εγχειριδίου σαν να πρόκειται για κάτι μεγάλο και σπουδαίο (ό.π., 103). Αυτή είναι η λεγόμενη «μετατόπιση», κυρίως από κάτω προς τα πάνω. Ο Ροΐδη Ροΐδης χρησιμοποιεί πολύ σοβαρό τόνο για κάτι πασίδηλα κοινό –τη φυσική ανάγκη των σκύλων και την έλξη τους από τα εμπορεύματα-στόχους.

 
Το ροΐδειο ύφος

Όπως και ο Κοραής έτσι και ο Ροΐδης είχε διακρίνει τη γλώσσα από το ύφος. Το ύφος το συλλαμβάνει ως καλλιτεχνική παρέκκλιση από τη νόρμα, από τον κανόνα:  Οι συγγραφείς έχουν απόλυτον άδεια να συμπλέκουν όπως θέλουσι τας λέξεις, να εκτείνωσι ή να συστέλλωσι ουσιαστικών και επιθέτων συζεύξεις… και παν άλλο τοιούτο μα τολμώσι χάριν ζωηροτέρας παραστάσεως του νοήματος ή και απλώς επιδιώξεως πρωτοτυπίας (Δημηρούλης, Η τέχνη του ύφους…, 27).

Το καλό ύφος ταυτίστηκε με το «παρά προσδοκίαν γράφειν, δηλαδή με την ανατρεπτική χρήση του λόγου (ό.π., 34):

Ο Δ. Δημηρούλης παρατηρεί σχετικά με το κειμενικά είδη με τα οποία αχολήθηκε ο Ροϊδης: Όπως ο Κοραής κινείται ανάμεσα στα όρια των ειδών, λογοτεχνία, χρονογράφημα, κριτική, ιστορική μελέτη, δοκίμιο. Δεν θεωρήθηκε ποτέ καθαρός λογοτέχνης, αλλά λόγιος που σε συγκεκριμένες στιγμές του βίου του πειραματίστηκε με τη λογοτεχνική γραφή. Τα πεζογραφήματά του μοιάζουν με μεταμφιεσμένες πραγματείες. Τα κείμενά του συνιστούν πρωτότυπες αφηγηματικές προτάσεις. Η ειρωνική παραποίηση, η εσκεμμένη υπερβολή, η αφηγηματική αποστασιοποίηση, όλα ανήκουν στη ροΐδεια ευφυολογία και το σπάνιο ύφος (Δημηρούλης, ό.π. 195 κ.ε.). 

Η γλώσσα
Στο έργο του Ροϊδη επικρατεί η γλώσσα που ίσχυε για όλη την αφηγηματική επιφυλλιδογραφίας της εποχής: η λόγια γλώσσα κυριαρχεί ακόμα και στους διαλόγου, εκτός από τις περιπτώσεις όπου μιλούν αγράμματοι άνθρωποι του λαού.(Μουλλάς 27). Ιδιαίτερη φροντίδα για τη γραφή, επιμένει στις ορθές γλωσσικές χρήσεις συσσωρεύει ομηρικές, αρχαϊκές, σπάνιες λέξεις και παραθέτει άφθονα συνήθως αμετάφραστα λογοτεχνικά χωρίς Γάλλων κατά κανόνα λογοτεχνών. (Μουλλάς, 37).

Υπήρξε υποστηρικτής του Ψυχάρη. Αλλά στην αντιμετώπιση του γλωσσικού προβλήματος οι ιδέες του συγγένευαν με αυτές του Κοραή.Τα στοιχεία της καθαρεύουσας δε γίνεται να απορριφθούν τώρα τουλάχιστον από τη γραπτή γλώσσα.  Αυτά που πρέπει να απορριφθούν είναι οι βαρβαρισμοί τα ασυμβίβαστα προς το λόγο στοιχεία που είχαν βάλει στη γλώσσα οι αττικιστές. Ήθελε καθαρεύουσα λαφρωμένη από αττικισμούς, εύληπττη και ευμάθητη και σχετικά ομαλή ώσπου να φτάσουμε στη δημοτική. Πίστευε σε ένα είδος συνάντησης εις το μέσον της κλίμακος όπως την ονειρευόταν και ο Κοραής. Η καθαρεύουσα ολοένα απλοποιούμενη αποβάλλοντας τα νεκρά στοιχεία της και η δημοτική ολοένα πλουτιζόμενη με στοιχεία της καθαρεύουσας. Η γλώσσα του είναι λοιπόν η πολύ απλή καθαρεύουσα, κυρίως από το 1980 και μετά (1891-1901) – (Παράσχος,  32).

Ο Ροϊδης έγραφε όχι ένεκα της αγάπης του προς την καθαρεύουσα αλλά ακριβώς ένεκα του μίσους της κατ’ αυτήν.  Η καθαρεύουσα … ομοιάζει με τα κακά και δύστροπα εκείνα γύναια, τα οποία τιθασεύει και υποτάσσει ο ματαχειριζόμενος όχι με θωπείας αλλά με ραβδισμούς. Αναγνωρίζει την ανάγκη της καθαρεύουσας και συμβουλεύει την επανάσταση ήρεμο, βραδεία, βαθμιαία. Φανταζόταν τη γλώσσα σαν μια μεγάλη σκάλα που έπρεπε οι δύο άκρες της να συναντηθούν, από τη μια άκρη η αρχαία γλώσσα των αττικιστών θα έπρεπε να αποβάλει σχολαστικισμούς και αρχαιοπρεπή στοιχεία ξένα προς το λαϊκό γλωσσικό αίσθημα και από την άλλη η δημοτική τις ακρότητές της. Οι απόψεις του θυμίζουν το μεγάλο λόγιο του διαφωτισμού τον Κοράη, τον οποίο ο Ροΐδης θαύμαζε.

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2015


Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2015

http://www.corfuhistory.eu

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2015

Βασικοί κανόνες τονισμού

1.     Καμιά λέξη δεν τονίζεται πάνω από την προπαραλήγουσα  (όπως και στα νέα ελληνικά):   λύομεν, ἐλύομεν.
2.    Η προπαραλήγουσαόταν τονίζεται παίρνει πάντοτε οξεία: παρήγορος, διώκομεν,  νθρωπος.
3.     Κάθε βραχύχρονη συλλαβή όταν τονίζεται, παίρνει πάντοτε οξεία : νέος, πέμπω, δόξα, βωμός, πηγαί, ναοί.
4.     Η μακρόχρονη παραλήγουσαόταν τονίζεται, παίρνει οξεία  εμπρός από μακρόχρονη λήγουσα : θήκη, κώμη, κλαίω, λιμώττων. (μακρό μπροστά από μακρό            οξεία)
5.     Η μακρόχρονη παραλήγουσαόταν τονίζεται, παίρνει περισπωμένη εμπρός από βραχύχρονη λήγουσα :  κπος, χρος, δρον, εἶναι. (μακρό μπροστά από βραχύ             περισπωμένη)
6.     Οι δίφθογγοι είναι μακρόχρονες  
εξαιρέσεις: Οι δίφθογγοι αι και οι όταν είναι τελευταίο γράμμα  της λέξης, είναι βραχύχρονες:   στρατιῶται, ναῦται, δοῦλοι,   ενώ : στρατιώταις, ναύταις, δούλοις.
7.      Όταν η λήγουσα είναι μακρόχρονη, η προπαραλήγουσα δεν τονίζεται: η βασίλισσα, αλλά της βασιλίσσης, ο νθρωπος, αλλά του ἀνθρώπου. (δηλαδή ο τόνος «κατεβαίνει» στην παραλήγουσα)
8.       Η ασυναίρετη ονομαστικήαιτιατική και κλητικήόταν τονίζεται στη λήγουσα, παίρνει οξεία : ὁ μαθητής,  τόν  μαθητήν,  ὦ  μαθητά,  αἱ  πηγαί,  τάς  πηγάς,  ὦ  πηγαί
9.        Η μακροκατάληκτη γενική και δοτική (=μακρόχρονη λήγουσα των ονομάτων), όταν τονίζεται, παίρνει περισπωμένη:  τοῦ ποιητοῦ,  τῷ ποιητῇ, τῶν θεῶν,  τοῖς θεοῖς, τῆς ὁδοῦ, τῇ ὁδῷ, τῶν τομῶν, ταῖς τομαῖς
*************************************************************************************************************************
Να τονίσετε τις λέξεις και να δικαιολογήσετε τον τόνο που επιλέξατε:

γιατί
νησος

ανθρωπος

σπευδε

τελος

δυναμις

παιδες

πλουτος

μηκος

ονος

ταυρος

γενναιοι

θεοι

μεγας

πλον

πληρης

πληρες


Θέση του τόνου και του πνεύματος
α) Στα απλά φωνήεντα και τις καταχρηστικές διφθόγγους, όταν γράφονται με μικρά γράμματα, ο τόνος ή το πνεύμα σημειώνεται από πάνω: ἀρετή, ἑορτή, τῷ ἀνθρώπῳ, ἠώς, ᾠδεῖον· όταν είναι κεφαλαία, σημειώνεται εμπρός και προς τα πάνω: Ἁθηνᾷ, Ἑλλάς, Ἠώς, Ὠιδεῖον ή Ὠδεῖον.
β) Στις κύριες διφθόγγους ο τόνος ή το πνεύμα σημειώνεται πάνω στο δεύτερο φωνήεν: αὐτός, αἱρετός, εὑρίσκω, ναύτης, σφαῖρα, Αἰγεύς.
γ) Όταν ο τόνος και το πνεύμα βρίσκονται στην ίδια συλλαβή, τότε η οξεία ή η βαρεία σημειώνεται μετά  από το πνεύμα και η περισπωμένη από πάνω του : ἄνθρωπος, Ἕλλην, αὔριον, Αἴας ὅς ἥρως ἦν, εὖρος, Ἥρα, ἧπαρ.
δ) Ο τόνος και το πνεύμα παραλείπονται σε λέξεις που γράφονται ολόκληρες με κεφαλαία: ΕΛΛΑΣ, ΑΙΓΙΝΑ, ΠΑΡΘΕΝΩΝ.
Ονομασία των λέξεων από τον τόνο τους
Σε κάθε λέξη πάνω στο φωνήεν ή το δίφθογγο της συλλαβής που τονίζεται σημειώνουμε κάθε φορά έναν ορισμένο τόνο (πβ. §38 και § 39). Κατά τη θέση που έχει ο τόνος σε μια λέξη και κατά το είδος του η λέξη αυτή λέγεται:
1) οξύτονη, αν έχει οξεία στη λήγουσα: πατήρ·
2) παροξύτονη, αν έχει οξεία στην παραλήγουσα: μήτηρ·
3) προπαροξύτονη, αν έχει οξεία στην προπαραλήγουσα: λέγομεν·
4) περισπώμενη, αν έχει περισπωμένη στη λήγουσα: τιμῶ·
5) προπερισπώμενη, αν έχει περισπωμένη στην παραλήγουσα: δῶρον·
6) βαρύτονη, αν δεν τονίζεται στη λήγουσα: ἄνθρωπος, λύω, κελεύω.


ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ :ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ
ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Β΄

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Το ποίημα άρχισε να γράφεται το  1826, αμέσως μετά την πτώση του Μεσολογγίου
Ο τίτλος            σχήμα οξύμωρο :πολιορκημένοι στο σώμα             ελεύθεροι στην ψυχή
Οι δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι πολιορκημένοι :             πείνα
                                                                                              Άνοιξη
Κεντρική ιδέα του ποιήματος :η νίκη της ηθικής ελευθερίας εναντίον της υλικής βίας –ο ποιητής δείχνει όλα τα περιθώρια δύναμης της ανθρώπινης ψυχής –οι δυστυχίες δεν μπορούν να τη λυγίσουν.

Στο σχολικό βιβλίο ανθολογούνται αποσπάσματα από το Σχεδίασμα Β'.
Το πρώτο περιγράφει την εξασθένηση των πολιορκούμενων Μεσολογγιτών κυρίως από την πείνα, που στερεί από την μάνα (άμαχος πληθυσμός) και τον πολεμιστή (μάχιμος πληθυσμός) ακριβώς αυτές τους τις ιδιότητες: τους αποξενώνει από τη βασικότερη ποιότητά τους -τη μητρική από την πρώτη και την στρατιωτική από τον δεύτερο- τους εξανραποδίζει και κατά έναν τρόπο τους απανθρωποποιεί.


1ος στ. :ερημιά του κάμπου –νεκρική σιγή             φαίνεται με 2 εικόνες που εκφράζουν απόγνωση (στ. 2,3 και 4, 5, 6)
2ος στ. :λαλεί πουλί :παρήχηση λ (ηχολαλική απεικόνιση)
         Παίρνει σπυρί :παρήχηση ρ
Κι η μάνα το ζηλεύει (αντίθεση) :η «μάνα», ανθρώπινο πλάσμα, ανώτερο, «ζηλεύει»το πουλί, βρίσκεται σε κατώτερη μοίρα από το πουλί, το υποδεέστερο.
3ος στ. :ο στ. συνεχίζει το «ζηλεύει» και δείχνει το λόγο :η πείνα, που «τα μάτια εμαύρισε» (πρβ. «μαύρισε το μάτι μου…»:δηλώνει στέρηση)
Στα μάτια η μάνα μνέει :η μάνα ορκίζεται στα μάτια (του παιδιού της) να συνεχίσει τον αγώνα. Ενεστώτας :σταθερότητα της απόφασης.
Στ. 1,2,3          η «μάνα», η γυναίκα με αυτή την ιδιότητα, αργοπεθαίνει από την πείνα σιωπηλά, χωρίς διαμαρτυρία, με ανέκφραστη υπομονή.
4ος,5ος,6ος στ. :ο Σουλιώτης ο καλός : πολεμική τελειότητα, που συμπίπτει με την ηθική
Παράμερα :για να μην τον δει κανείς, επειδή το τουφέκι του ‘γινε «βαρύ» από την εξάντληση εξαιτίας της πείνας και επειδή «ο Αγαρηνός το ξέρει» (ντροπή, πληγωμένη φιλοτιμία).
Το «κλαίει»όχι δειλία αλλά περηφάνια.
Στ. 4,5,6        η στάση του άνδρα –πολεμιστή απέναντι στην πείνα. Η «μάνα»την αντιμετωπίζει παθητικά – ο «Σουλιώτης» ενεργητικά.

                                 
             

 Στο δεύτερο απόσπασμα, η ανθρώπινη παρουσία δε δηλώνεται ρητά καθότι το πιο κοντινό σε ανθρώπινο ον που αναφέρεται είναι η προσωποποίηση του Απρίλη και του Έρωτα που χορεύουν και γελάνε. Προφανώς, η απουσία της ανθρώπινης φιγούρας είναι σκόπιμη: ο αποδέκτης της αφήγησης εύκολα τοποθετεί με τη φαντασία του μέσα στο ειδυλλιακό σκηνικό, με την φύση σε πλήρη ανθοφορία, τόσο τους εσώκλειστους στην πόλη του Μεσολογγίου όσο και τον ίδιο του τον εαυτό.
Μετά την οριοθέτηση του χρόνου (Απρίλης) και της γενικής ατμόσφαιρας (ερωτική), ακολουθεί η περιγραφή του φυσικού τοπίου, η οποία γίνεται με φθίνουσα κλιμάκωση, ξεκινώντας από τον μεγαλύτερο σε μέγεθος έμβιο οργανισμό (ένα κοπάδι προβάτων), προς τον μικρότερο (μια πεταλούδα που καθρεφτίζεται στα νερά της λιμνοθάλασσας) έως τον μηδαμινό (ένα σκουλήκι που βρίσκεται στην καλή του ώρα). Ωστόσο, η ποιητική φωνή δε σταματάει εκεί και μας κατεβάζει ένα ακόμα επίπεδο, στον κόσμο των άψυχων: μέσα σ' αυτήν την τελειότητα και την  ονειρική μαγεία της φύσης, ακόμα κι η πέτρα και το ξερόχορτο παίρνουν αξία και φαίνονται ολόχρυσα (κυριολεκτικά, αν εννοηθεί πως γυαλίζουν στο δυνατό φως του ήλιου, μεταφορικά, αν εννοηθεί πως αναβαθμίζονται μέσα από την τελειότητα που επικρατεί γύρω τους).
Και με χίλιους διαφορετικούς τρόπους επιβεβαιώνεται το   δίλημμα των Μεσολογγιτών, που προετοιμάζονται για την ηρωική τους Έξοδο : είναι δυνατόν να πεθάνουν σήμερα που όλα βρίσκονται στην πιο ζωντανή τους στιγμή; Όποιος πεθάνει σήμερα, χίλιες φορές πεθαίνει. Η επανάληψη του αριθμού χίλια αισθητοποιεί την τραγικότητα της θέσης των πολιορκούμενων: η Έξοδος σημαίνει θάνατο, ο θάνατος σημαίνει στέρηση της  ζωής και της φυσικής ομορφιάς.
Το αίσθημα αυτό του αποχωρισμού γίνεται ακόμα πιο έντονο, αν υπολογίσουμε την ιδιαίτερη σημασία που είχε προσλάβει για τους αγωνιζόμενους η Φύση. Το ίδιο ακριβώς θέμα διατρέχει το αυτοσχέδιο τετράστιχο που λέγεται πως απήγγειλε ο Αθανάσιος Διάκος πριν του επιβληθεί η θανατική ποινή, πέντε χρόνια πριν την Έξοδο του Μεσολογγίου, την 24η Απριλίου 1821.
Για ιδές καιρό που διάλεξε
ο χάρος να με πάρει
τώρα π' ανθίζουν τα κλαδιά
και βγάζει η γης χορτάρι

Και πάλι το ότι τονίζεται η ιδιαίτερη χρονική στιγμή που διάλεξε ο Χάρος, καθώς θεωρείται εντελώς οξύμωρο κι αντιφατικό κάποιος να  πεθάνει όταν όλα γύρω τον προσκαλούν στη ζωή. Ειδικά σε παλαιότερες μορφές κοινωνίας, οι άνθρωποι αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους ως οργανικό κομμάτι του φυσικού περιβάλλοντος κι όχι ως κυρίαρχοι, ενάντιοι ή ανταγωνιστές του. Επομένως, η απόφαση να τελειώσουν τον βίο τους ακριβώς εκείνη την ώρα της ανοιξιάτικης ευφορίας, κατά την οποία η Φύση τούς καλεί να συμμετάσχουν στην κορύφωσή της, μοιάζει ακόμα πιο δραματική, σχεδόν προδοτική απέναντι στους φυσικούς νόμους που έχουν μάθει να ασπάζονται.    
Κι όμως, αντιβαίνουν -αν μπορούμε να το πούμε έτσι- στον φυσικό νόμο που επιτάσσει ζωή, επειδή υπακούουν στην εσωτερική τους ηθική που τους επιτάσσει ελευθερία. Υπερβαίνουν, επομένως, οι Μεσολογγίτες το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, της επιβίωσης, επειδή προ-τιμούν την πραγματικά ελεύθερη ζωή. Ακόμα κι αν ξαστοχά κάποτε η ψυχή τους από τα θέλγητρα του περιβάλλοντος, αμέσως επιστρέφει στην αίσθηση του καθήκοντος της υπεράσπισης της πατρίδας. Σημειωτέα, τέλος, η έννοια της συνειδητής επιλογής: μόνο ο ελεύθερος άνθρωπος μπορεί να επιλέξει, και οι Μεσολογγίτες είναι στη βάση τους ελεύθεροι άνθρωποι.
 Η διαβρωτική ομορφιά της φύσης παραμένει, διαχρονικό σύμβολό των ηθικών διλημμάτων που δοκιμάζουν την πνευματική ελευθερία του ανθρώπου.
 [Από http://afterschoolbar.blogspot.gr/]

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2015

Διονύσιος Σολωμός «Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι»
Σχεδίασμα Β

II

O Aπρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,
Kι’ όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.

Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,
Kαι μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
Kι’ ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.
Kαι μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,
Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο·
Tο σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κι’ εκείνο.
Mάγεμα η φύσις κι’ όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
H μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·
Mε χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει·
Όποιος πεθάνη σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.

Tρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.



Οι πολιορκημένοι στο Μεσολόγγι έχουν να αντιμετωπίσουν όχι μόνο την πείνα και τους πολυάριθμους εχθρούς, αλλά και την ομορφιά της φύσης που αίφνης προβάλλει ως μια αντίμαχη δύναμη, ικανή να θέσει σε δοκιμασία την απόφασή τους να θυσιάσουν τη ζωή τους σε μια ύστατη πράξη αντίστασης απέναντι στον εχθρό. Ο Σολωμός εφαρμόζει και στους Ελεύθερους Πολιορκημένους τη θεματική της δοκιμασίας, φέρνοντας τους ήρωες αντιμέτωπους με τη θελκτικότατη ομορφιά της φύσης. Οι ήρωες του ποιήματος προκειμένου να επιτύχουν το σκοπό τους, προκειμένου να πραγματοποιήσουν δηλαδή την έξοδο από το Μεσολόγγι, πρέπει να βρουν τη δύναμη να υπερνικήσουν τη δοκιμασία που εμφανίζεται τώρα μπροστά τους. Η άνοιξη έχει κοσμήσει τη φυσικό περιβάλλον με κάθε δυνατή ομορφιά, δημιουργώντας μια εικόνα άφατης μαγείας, ένα κάλεσμα για την απόλαυση της ζωής και μια σαφή υπενθύμιση για την υπέρτατη αξία που έχει το δώρο της ζωής που οι Έλληνες του Μεσολογγίου είναι τώρα έτοιμοι να το θυσιάσουν. Ο ποιητής δοκιμάζει την αποφασιστικότητα των ηρώων του παρουσιάζοντάς τους μια εξαίσια εικόνα της ζωής. Οι ήρωες αντικρίζουν τη λιμνοθάλασσα της πόλης τους απόλυτα γαλήνια να καθρεφτίζει πάνω της την εικόνα των προβάτων που κινούνται στο βουνό και μαζί μ’ αυτά και τα κάλλη του ουρανού, καθώς πάνω στη θάλασσα καθρεφτίζονται και τα λευκά σύννεφα αλλά και το φως του ήλιου. Μια πεταλούδα που είχε κοιμηθεί μέσα σ’ ένα κρίνο και φέρει μαζί της ακόμη το άρωμα του λουλουδιού, παίζει με τον ίσκιο της που σχηματίζεται πάνω στα ακινητοποιημένα νερά της λιμνοθάλασσας και μεταδίδει έτσι την αίσθηση της πλήρους γαλήνης που επικρατεί στη φύση του Μεσολογγίου. Κάθε τι εκπέμπει τη μαγευτική ομορφιά της φύσης, από το μικρό σκουλήκι και τη μαύρη πέτρα, μέχρι το ξερό χορτάρι. Ολόκληρη η φύση βρίσκεται στην καλύτερη στιγμή της, δημιουργώντας μια υπέροχη εικόνα ομορφιάς και γαλήνης που είναι σα να διαμηνύει στους πολιορκημένους πως όποιος πεθάνει σήμερα είναι σα να πεθαίνει χίλιες φορές. Όποιος θυσιάσει τη ζωή του τώρα που η ομορφιά έχει κατακυριεύσει την πλάση θα βιώσει μια πολλαπλή απώλεια καθώς θα χάσει τη ζωή του σε μια στιγμή που η φύση επιδεικνύει την πανίσχυρη γοητεία της και χαρίζει μια πρωτόγνωρη ευδαιμονία σ’ όλα τα δημιουργήματά της. Μια τέτοια ευδαιμονία που ακόμη και οι πολιορκημένοι αισθάνονται την ψυχή τους να ξεγελιέται από τη διονυσιακή χαρά της φύσης και να ξεχνά τον εαυτό της, τον σκοπό και την ιερή απόφασή της να θυσιαστεί. Ο παραδείσιος πειρασμός που παρουσιάζεται στους πολιορκημένους κατορθώνει έστω και πρόσκαιρα να θέσει σε αμφισβήτηση την αρχική τους απόφαση.

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015

Γ΄ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΡΤΑΤΣΗΣ, ΕΡΩΦΙΛΗ
Υπόθεση του έργου
Η υπόθεση της Ερωφίλης είναι μυθική. Ο Φιλόγονος, βασιλιάς της Αιγύπτου, δολοφόνησε τον αδελφό του για να πάρει το θρόνο του και παντρεύτηκε τη γυναίκα του. Από τη γυναίκα του αδελφού του απέκτησε μια κόρη, την Ερωφίλη. Στη βασιλική αυλή μαζί με την Ερωφίλη μεγαλώνει και ο Πανάρετος, νέος από βασιλική οικογένεια, άγνωστη όμως στον Φιλόγονο. Ο Πανάρετος και η Ερωφίλη έζησαν από παιδιά μαζί και σταδιακά η παιδική φιλία εξελίχθηκε σε έρωτα. Ο Πανάρετος μεγάλος πια, πηγαίνει στον πόλεμο και με την ανδρεία του σώζει το βασίλειο από εχθρική επίθεση. Μετά τον πόλεμο οι δύο νέοι παντρεύονται κρυφά. Ο βασιλιάς, όμως, θέλει να παντρέψει την κόρη του με κάποιον βασιλιά της Περσίας, για να πετύχει με αυτό το γάμο την ειρήνη ανάμεσα στους λαούς τους. Στέλνει μάλιστα τον Πανάρετο για να της το αναγγείλει και να την πείσει να δεχθεί το γάμο. Ο Φιλόγονος μαθαίνει για το μυστικό γάμο των δύο νέων και αποφασίζει να τιμωρήσει τον Πανάρετο, ο οποίος μάταια προσπαθεί να πείσει τον βασιλιά για την ευγενική του καταγωγή. Ο Φιλόγονος βασανίζει τον Πανάρετο και προσποιούμενος στην Ερωφίλη ότι τη συγχωρεί, της προσφέρει ως γαμήλιο «δώρο» σε μια χρυσή λεκάνη το κεφάλι, τα χέρια και την καρδιά του αγαπημένου της. Η Ερωφίλη θρηνεί με σπαραγμό και αυτοκτονεί. Οι γυναίκες του παλατιού αναλαμβάνουν να τιμωρήσουν το βασιλιά (ο χορός οδηγείται από την παραμάνα της Ερωφίλης, τη Νένα). Ρίχνουν κάτω το Φιλόγονο και τον ποδοπατούν μέχρι θανάτου.
Το έργο αποτελείται από 3.205 στίχους, πρόλογο (τον οποίο λέει ο Χάρος, που αναφέρεται στην παντοδυναμία του και στη ματαιότητα της δόξας και των υλικών αγαθών), πέντε πράξεις με ισάριθμα χορικά και τέσσερα ιντερμέδια (Τα κρητικά θεατρικά συνοδεύονται από ιντερμέδια, μικρά αυτόνομα θεατρικά έργα που παίζονταν μεταξύ των πράξεων. Χαρακτηριστικό τους ήταν ο ψυχαγωγικός χαρακτήρας, η έμφαση στη δράση και το πλούσιο θέαμα, με μουσική, κουστούμια, σκηνικά εφέ και χορογραφίες).
Ο κάθε ήρωας έχει ένα έμπιστο πρόσωπο: η Ερωφίλη τη νένα Χρυσόνομη, ο Πανάρετος τον φίλο του Καρπόφορο και ο βασιλιάς έναν πιστό Σύμβουλο. Ο χορός αποτελείται από γυναίκες της ακολουθίας της Ερωφίλης και εμφανίζονται επίσης το φάντασμα (Ασκιά) του δολοφονημένου αδερφού του Φιλόγονου και ένας μαντατοφόρος. Τηρείται η ενότητα της δράσης, του χώρου και του χρόνου (ενιαίο θέμα, που διαδραματίζεται σε έναν χώρο και η δράση διαρκεί μία ημέρα).
     Η Ερωφίλη αγαπήθηκε ιδιαίτερα από τον ελληνικό λαό και αυτό το αποδεικνύει ο μεγάλος αριθμός  των εκδόσεων του έργου, οι πολλές παραστάσεις του και οι πολλές παραλλαγές και διασκευές του, που εμφανίζονται σε διάφορες περιοχές της χώρας.
Το έργο εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Βενετία το 1637, όταν ο Χορτάτσης είχε ήδη πεθάνει, από τον Κύπριο ιερέα Ματθαίο Κιγάλα, ο οποίος με τις επεμβάσεις του αλλοίωσε αρκετά τον χαρακτήρα του κειμένου. Την αυθεντική μορφή της Ερωφίλης αποκατέστησε το 1676 με την έκδοση του έργου ο Κρητικός Αμβρόσιος Γραδενίγος, βιβλιοφύλακας της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης. Αυτή η έκδοση υπήρξε το πρότυπο για όλες τις επόμενες εκδόσεις.

το απόσπασμα του βιβλίου
Στο απόσπασμα του βιβλίου παρακολουθούμε από την τρίτη πράξη του έργου τη δεύτερη σκηνή, όπου συναντιόνται οι δύο ερωτευμένοι νέοι, η Ερωφίλη και ο Πανάρετος. Ο διάλογος των νέων θεωρείται από τους ομορφότερους ερωτικούς διάλογους της ελληνικής ποίησης.
Θέμα του αποσπάσματος είναι: τα αμοιβαία ερωτικά συναισθήματα των δύο νέων και η επισφράγιση του έρωτά τους με όρκους αιώνιας αγάπης.
Περιληπτική απόδοση αποσπάσματος
Οι δύο πρωταγωνιστές του έργου η Ερωφίλη και ο Πανάρετος βρίσκονται αντιμέτωποι με την απόφαση του βασιλιά και πατέρα της Ερωφίλης να την παντρέψει με ένα βασιλιά της Περσίας. Οι δύο νέοι συναντιούνται κρυφά και συνομιλούν εκφράζοντας την αμοιβαία αγάπη τους, ενώ δίνουν όρκους αιώνιας πίστης και αφοσίωσης. Η Ερωφίλη επικαλείται τον Έρωτα ως εγγυητή των όρκων της και ζητά την παρέμβαση των φυσικών στοιχείων σε περίπτωση που τους καταπατήσει. Ο Πανάρετος φοβάται μη χάσει την Ερωφίλη και την παρακαλεί να μην υποκύψει στις εντολές του πατέρα της.
δομή
1η ενότητα (στ. 147-150): η Ερωφίλη εκφράζει την αγάπη της.
 2η ενότητα (στ. 151- 158): Ο Πανάρετος εκλιπαρεί την Ερωφίλη να μην υποκύψει στις εντολές του πατέρα της.
3η ενότητα (159-168): Η Ερωφίλη επικαλείται τον Έρωτα ως μάρτυρα στους όρκους της.
 4η ενότητα (169-176): Ο Πανάρετος είναι βέβαιος για την πίστη της αγαπημένης του
 5η ενότητα (177-184): Οι φόβοι του Πανάρετου και η έντονη εκδήλωση αγάπης της Ερωφίλης.
 Δραματικός χαρακτήρας του έργου
1.διαλογική μορφή
2. εσωτερική δράση. Οι πρωταγωνιστές βιώνουν τη σύγκρουση ερωτικού και δραματικού συναισθήματος, καθώς βρίσκονται σε μεγάλη ψυχική ένταση και βιώνουν μια έντονη απειλή.
Η ερωτική σκηνή: Στο απόσπασμα παρακολουθούμε τον ερωτικό διάλογο της Ερωφίλης με τον Πανάρετο. Η σκηνή διαδραματίζεται στο προαύλιο του παλατιού, όπου η Ερωφίλη συναντά κρυφά τον άντρα της. Η ψυχική ένταση των δύο νέων κλιμακώνεται σταδιακά και μέσα από τα λόγια τους διακρίνουμε μια διαρκή ταλάντευση ανάμεσα στη χαρά που νιώθουν για την αγάπη τους και στη θλίψη για την απειλή.
● Σκηνική παρουσίαση: Στο απόσπασμα ο χώρος, όπου διαδραματίζεται η συνάντηση των δύο νέων πρέπει να βρίσκεται στο προαύλιο του παλατιού.
● Στιχουργική: Η στιχουργική ακολουθεί το δεκαπεντασύλλαβο παροξύτονο στίχο με ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία (ανά δύο στίχους) και μέτρο ιαμβικό. Παρόλο που βασίζεται στο παραδοσιακό δεκαπεντασύλλαβο του δημοτικού τραγουδιού, είναι αποτέλεσμα έντεχνης επεξεργασίας: παρουσιάζεται μεγάλη ποικιλία στις θέσεις των τόνων, η χασμωδία αποφεύγεται ( Ο ποιητής για να αποφύγει τις χασμωδίες κάνει συχνή χρήση έκθλιψης και αφαίρεσης: « παρ’ άλλη, όμορφη ’μια») και παρατηρούνται πολύ υψηλά ποσοστά διασκελισμών του νοήματος από στίχο σε στίχο.
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του έργου είναι οι σύνθετες περίοδοι. Η νοηματική ενότητα, δηλαδή, πολλές φορές δεν ολοκληρώνεται στο ημιστίχιο, στο στίχο ή ακόμα και στο δίστιχο, αλλά σε περισσότερους στίχους.
● Γλώσσα: Η γλώσσα είναι η κρητική διάλεκτος, επεξεργασμένη, όμως, από τον ποιητή με ιδιαίτερη φροντίδα. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της γλώσσας είναι: οι καταλήξεις του τρίτου πληθυντικού των ρημάτων σε -ουσι (σβήνουσι, μπορούσι, δούσι κλπ).
● Εκφραστικά μέσα: μεταφορές «τα λόγια τα γροικώ σβήνουσι τη πρικιά μου», «την ώρα οπ’ άλλος θέλει μπει πόθος εις την καρδιά μου»,
προσωποποιήσεις «μα την αγάπη εκείνη που μας ανάθρεψε μικρά», «τα στοιχεία της φύσης…ν’ αρματωθούν»,
αντίθεση «Μα γή όμορφη ’μαι γή άσκημη»,
ασύνδετα «Τον ουρανό, τη θάλασσα, τη γη, τ’ άστρα, τον ήλιο το λαμπρό, τη νύχτα, την ημέρα».
Συνηθισμένη  στην κρητική λογοτεχνία είναι η επίκληση του Έρωτα ως εγγυήτριας δύναμης που επισφραγίζει τα λόγια των ερωτευμένων καθώς και οι προσωποποιήσεις των φυσικών στοιχείων (ουρανός, θάλασσα, γη, αέρας), που οφείλουν να παρεμβαίνουν σε περίπτωση αθέτησης της υπόσχεσης. Δηλώνεται έτσι η αποφασιστικότητα και η καθολική ισχύς των λόγων της Ερωφίλης, με εκφραστικά μέσα που συναντάμε στο δημοτικό τραγούδι. 
ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΤΙΧΟΥΡΓΙΚΗΣ
ΣΤΙΧΟΣ
Ο στίχος αποτελείται από ορισμένο αριθμό συλλαβών, πού έχουν μεταξύ τους μια ρυθμική και τονική τάξη. Το αν ταυτό χρονα κλείνει και ολόκληρο νόημα ή το νόημα συνεχίζεται και στον επόμενο στίχο, δεν έχει καμιά σημασία. Ο αριθμός των συλλαβών πού μπορεί να έχει ένας στίχος είναι ποικίλος.  Αρχίζει από τη μία συλλαβή και φτάνει ως τις δεκαεφτά.                                                 Προκειμένου να χαρακτηρίσουμε με ακριβολογία ένα στίχο, δε φτάνει να τον πούμε δωδεκασύλλαβο ή δεκαπεντασύλλαβο, ανάλογα με τον αριθμό των συλλαβών του. Πρέπει να προσδιορίσομε αν είναι και οξύτονος, παροξύτονος ή προπαροξύτονος. Αν δηλαδή η τελευταία του λέξη τονίζεται στη λήγουσα (ορθός) στην παραλήγουσα (λήθη) ή στην προπαραλήγουσα (μίλησε). Έτσι ο στίχος:
                           “στα δειλινά τα πένθιμα και φθινοπωρινά”
 είναι οξύτονος δεκατετρασύλλαβος. Ανάλογα, μάλιστα, με το μέτρο στο οποίο είναι γραμμένος, βάζουμε έναν ακόμη χαρακτηρισμό: είναι οξύτονος ιαμβικός δεκατετρασύλλαβος. Όπως μπορεί να είναι τροχαϊκός, δακτυλικός ή αναπαιστικός.
ΣΤΡΟΦΗ
Ένα ρυθμικό σύνολο από περισσότερους στίχους αποτελεί τη στροφή. Κάθε στροφή κλείνει συνήθως και ολόκληρο νόημα. Στα τυπωμένα ποιήματα, ανάμεσα από τις διάφορες στροφές, με σολαβεί ένα λευκό διάστημα. Στην ελληνική ποίηση η στροφή αποτελείται συνήθως από τέσσερις στίχους. Υπάρχουν όμως και στροφές με τρεις, πέντε, έξι ή οχτώ στίχους.


ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΣΤΙΧΟΥ
ΡΥΘΜΟΣ – ΜΕΤΡΟ - ΟΜΟΙΟΚΑΤΑΛΗΞΙΑ

Μέτρο είναι η εναλλαγή κατά ορισμένο σύστημα τονισμένων και άτονων συλλαβών του στίχου, για να’ χουμε ρυθμό και αρμονία.                                                                                                       Ρυθμός είναι η αρμονία του στίχου, χάρη στην οποία ένα ποίημα μπορεί να μελοποιηθεί και να γίνει τραγούδι.
Ομοιοκαταληξία ή ρίμα είναι η ομοηχία (μοιάζουν ακουστικά ) των τελευταίων συλλαβών σε δυο ή περισσότερους στίχους.

ΜΕΤΡΟ
Οι αρχαίοι Έλληνες βάσιζαν το μετρικό τους σύστημα στην προσωδία, δηλαδή στην εναλλαγή συλλαβών πού ήσαν μακρές ή βραχείες. Αλλά η διάκριση σε μακρά και βραχέα σιγά - σιγά εγκαταλείφθηκε (κατά τούς πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες). Κι έτσι η νέα ποίηση αναγκάστηκε να πάρει ως βάση τού μετρικού της συστήματος τον τόνο. Θεώρησε δηλαδή ως μακρά την τονισμένη συλλαβή και ως βραχεία την άτονη.                                                                                                          Το σύστημα αυτό λέγεται και τονικό σύστημα.                                                                                                               Η εναλλαγή λοιπόν κατά ορισμένο σύστημα τονισμένων και άτονων συλλαβών αποτελεί το μέτρο. Το μέτρο λέγεται επίσης και πόδας (πους). Ένας ή και περισσότεροι πόδες αποτελούν το στίχο.            Όταν θέλουμε να συμβολίσουμε τους πόδες ή τα μέτρα χρησιμοποιούμε    το "_" για την τονισμένη συλλαβή και το "υ" για την άτονη.                                                                                                        Κάθε πόδας μπορεί να περιλαμβάνει δύο ή τρεις συλλαβές.                                                                   Τα μέτρα (μετρικοί πόδες) στη νεοελληνική ποίηση είναι πέντε : ο ίαμβος, ο τροχαίος, ο ανάπαιστος, ο δάκτυλος, και ο αμφίβραχυς.



Α'. ΙΑΜΒΙΚΟ ΜΕΤΡΟ
Το ιαμβικό μέτρο περιλαμβάνει δυο συλλαβές από τις οποίες τονίζεται ή δεύτερη. (υ_). Σε ιαμβικό μέτρο, π.χ. είναι γραμμένη η «Ξανθούλα» τού Σολωμού:

(Τραγουδώντας το ρυθμικά ακούγεται κάπως έτσι: νανά - νανά - νανά )

Β'. ΤΡΟΧΑΪΚΟ ΜΕΤΡΟ
Το τροχαϊκό μέτρο περιλαμβάνει επίσης δυο συλλαβές, πού τονίζονται όμως αντίστροφα απ' ό,τι στον ίαμβο. Δηλαδή τονι σμένη είναι η πρώτη συλλαβή και άτονη η δεύτερη ( _υ ):                              Σε τροχαϊκό μέτρο είναι γραμμένος και ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» του Σολωμού.

(Τραγουδώντας το ρυθμικά ακούγεται κάπως έτσι: νάνα - νάνα - νάνα )

Γ. ΑΝΑΠΑΙΣΤΙΚΟ ΜΈΤΡΟ
Το αναπαιστικό μέτρο αποτελείται από τρεις συλλαβές, από τις οποίες τονίζεται η τελευταία, ενώ οι δυο πρώτες είναι άτονες (υυ_). 'Σε αναπαιστικό μέτρο είναι γραμμένο το επίγραμμα του Σολωμού, « Η καταστροφή των Ψαρών» :

(Τραγουδώντας το ρυθμικά ακούγεται κάπως έτσι: νανανά - νανανά - νανανά)

Δ'. ΔΑΚΤΥΛΙΚΟ ΜΈΤΡΟ
Εδώ, όπως στον ανάπαιστο, υπάρχουν επίσης τρεις συλλαβές. Άλλα τονίζεται η πρώτη, ενώ οι δυο επόμενες μένουν άτονες (_υυ). Σε δακτυλικό μέτρο είναι γραμμένα τα «Χαμένα Χρόνια» τού Πολέμη:

(Τραγουδώντας το ρυθμικά ακούγεται κάπως έτσι: νάνανα - νάνανα - νάνανα )



 Ε'. ΑΜΦΙΒΡΑΧΥΣ
Όταν ο πόδας περιλαμβάνει τρεις συλλαβές, από τις οποίες τονίζεται η μεσαία (υ_υ), τότε έχουμε     αμφίβραχυ ή μέτρο μεσοτονικό, όπως λέγεται ακόμη. Τέτοιο μέτρο βρίσκομε στο «Μια πίκρα» του Παλαμά:
(Τραγουδώντας το ρυθμικά ακούγεται κάπως έτσι: νανάνα - νανάνα - νανάνα)
ΤΟΝΙΣΜΟΣ
Είπαμε ότι κάθε πόδας ή μέτρο περιλαμβάνει τονισμένες και άτονες συλλαβές. π .χ .Ο ίαμβος μια άτονη και μια τονισμένη (υ~). Αυτό δε θα πει πως Ο ιαμβικός πόδας πρέπει αναγκαστικά να κλείνει μια δισύλλαβη λέξη τής οποίας να τονίζεται η δεύτερη συλλαβή: (π.χ. πουλί). Ο συνδυασμός μπορεί να περιλαμβάνει και συλλαβές από την επόμενη λέξη. π.χ.
Την εί \ δα την ξανθού \ λα
Επίσης, όταν λέμε συλλαβή τονισμένη και συλλαβή άτονη, δεν το εννοούμε στην κυριολεξία του. Γιατί υπάρχουν συλλαβές πού τονίζονται, αλλά πού μέσα στο στίχο, με το κανονικό διάβασμα, ο τονισμός τους δεν παίρνει καμιά ιδιαίτερη αξία: και τούτο, γιατί ή αξία αύτή είναι ανάγκη να δοθεί στην επόμενη τονισμένη συλλαβή. π.χ. στον στίχο:
Δε θα ι | δείς πα | ρά τον | τάφο
Και το "θα" και το "τον", μολονότι τονίζονται, δεν ακούονται. Στο ίδιο παράδειγμα ο αναγνώστης πρέπει να προσέξει και τούτο: Στον πρώτο πόδα, μαζί με το «δε θα», βάζουμε και το «ι» της επόμενης λέξεως: «δε θα ι». Δηλαδή, μετρώντας τις συλλαβές, δεν τις μετρούμε σύμφωνα με τους κανόνες τής γραμματικής, άλλα σύμφωνα με τις απαιτήσεις τής ποιητικής τέχνης. Και η ποιητική τέχνη ενώνει το τελευταίο φωνήεν μιας λέξεως με το πρώτο φωνήεν της επόμενης λέξεως. Το φαινόμενο αυτό λέγεται συνίζηση.
ΡΥΘΜΟΣ
Εκτός από το μέτρο, κύριο γνώρισμα τού στίχου αποτελεί και ο ρυθμός Μερικοί λένε πως ο ρυθμός και το μέτρο σ' ένα ποίημα είναι το ίδιο πράγμα. Κι ωστόσο υπάρχει διαφορά, έστω κι αν δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί ακριβώς.
Οι διαφορές που προκύπτουν από τούς τόνους -τόνοι που υπάρχουν αλλά δεν ακούονται - μέτρα πού δρασκελούν ρυθμικά τον κανόνα -περί τού ποια συλλαβή θα ‘ναι τονισμένη και ποια όχι, όλα αυτά δημιουργούν ένα ευχάριστο ακουστικό συναίσθημα. Κάτι πού δεν ταυτίζεται με το μέτρο, αλλά κυλάει παράλληλα με αυτό, σαν ένα μουσικό κύμα. Και πού βγαίνει όχι από κανόνες, αλλά από τη δεξιοτεχνία και την προσωπικότητα τού κάθε ποιητή.                                                                                              Σαν παράδειγμα για την κατανόηση τού ρυθμού θα μπορούσαμε να φέρουμε μερικούς στίχους από «Το ταξίδι» του Πορφύρα:
Όνειρο απίστευτο ή λιόχαρη μέρα! Εγώ κι η Αννούλα
λίγοι παλιοί σύντροφοί μου και κάποιες κοπέλες μαζί,
μπήκαμε μέσα σε μια γαλανή μεθυσμένη βαρκούλα,
μπήκαμε μέσα και πάμε μακριά στης χαράς το νησί.
Εδώ το μέτρο είναι δακτυλικό. Αν διαβάσει κανείς ένα προς ένα τους δακτύλους, έχει την αίσθηση τού μέτρου. Αν διαβάσει όμως με τη φυσικότητα μιας σωστής απαγγελίας, το μέτρο υποχωρεί και στην επιφάνεια έρχεται μια άλλη μουσικότητα. 'Ιδίως ο τρίτος στίχος, ακουστικά, δημιουργεί ένα ρυθμό, πού σε κάνει να βλέπεις κιόλας τη βαρκούλα νά σκαμπανεβάζει στα κύματα σα μεθυσμένη.
ΟΜΟΙΟΚΑΤΑΛΗΞΙΑ
Η ομοιοκαταληξία είναι ένα από τα στολίδια τού στίχου, πού άρχισε να χρησιμοποιείται στην ποίηση κατά τούς Αλεξανδρινούς χρόνους. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν ομοιοκαταληξίες στα ποιήματα τους. 'Επίσης η σύγχρονη  ποίηση δε χρησιμοποιεί ομοιοκαταληξίες(ελεύθερος στίχος).
 Η ομοιοκαταληξία λέγεται ακόμη και ρίμα και στην καθαρεύουσα την έλεγαν «ομοιοτέλευτον»! Που τελειώνει δηλαδή κατά όμοιο τρόπο. Γιατί η ομοιοκαταληξία είναι αυτό ακριβώς : δυο ή περισσότεροι στίχοι να τελειώνουν με ομόηχες συλλαβές ή λέξεις.
Η ομοιοκαταληξία λέγεται οξύτονη, παροξύτονη ή προπαροξύτονη, ανάλογα με τον τόνο τής λέξεως πού ομοιοκαταληκτεί :
Οξύτονη : γιαλό -καλό.
παροξύτονη : κλάμα -γράμμα.
Προπαροξύτονη : Ηπειρώτισσα -ρώτησα.
Στις περιπτώσεις πού μια στροφή έχει τέσσερις στίχους, ομοιοκαταληκτούν συνήθως ο 1ος  με τον 3ο και ο 2ος  με τον 4ο  στίχο:  Ομοιοκαταληξία πλεχτή.
♦Σε γνωρίζω από την κόψη (α)
♦του σπαθιού την τρομερή (β)
♦σε γνωρίζω από την όψη (γ)
♦που με βια μετράει την γη (δ)

Μπορούν όμως να ομοιοκαταληκτούν και ο 1ος  με τον 2ο , ο 3ος  με τον 4ο : Ομοιοκαταληξία ζευγαρωτή.
Όταν ομοιοκαταληκτούν ο 1ος με τον  4ο  και ο  2ος με τον 3ο : Ομοιοκαταληξία σταυρωτή
♦Από φλόγες η Κρήτη ζωσμένη (α)
♦τα βαριά της σίδερα σπα (β)
♦και σαν πρώτα χτυπιέται χτυπά (γ)
♦και γοργή κατεβαίνει (δ)

Όταν οι στίχοι έχουν και ζευγαρωτή και πλεχτή ή σταυρωτή ομοιοκαταληξία, τότε έχουμε ομοιοκαταληξία Μικτή
♦Αν ήμουν φτερωτό πουλί (α)
♦με την λαλιά την πιο καλή (β)
♦το σύμπαν θα ξυπνούσα .(γ)
♦Αν ήμουν μια λουλουδιά (δ)
♦την πιο καλή μυρωδιά (ε)
♦στο σύμπαν θα σκορπούσα (στ)
♦Οι πρώτοι στίχοι, α΄και β΄, έχουν ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία.
Οι άλλοι στίχοι έχουν σταυρωτή.
Ανάλογα με τη φαντασία και την εκφραστικότητα του, ο ποιητής μπορεί να πετύχει ποικίλους άλλους συνδυασμούς ομοιοκαταληξιών.
Εκτός από την ομοιοκαταληξία στο τέλος του στίχου, μπορεί να βάλει και ανάλογες ρίμες ενδιάμεσα, άλλα με πολλή προσοχή, ώστε να υπάρξει πραγματικό μουσικό αποτέλεσμα. Αυτές οι εσωτερικές ρίμες λέγονται συνηχήσεις.
     Π.χ.         Κάποτε φτάνουν και χαρές, τόσο πικρές και θλιβερές"
'Εξάλλου παρηχήσεις έχουμε όταν, με τη συχνότερη χρήση ορισμένων γραμμάτων, δημιουργούμε ηχητικά ένα αποτέλεσμα πού δυναμώνει το νόημα. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να ξέρουμε ότι π.χ. το γράμμα «ρο» συνδέεται με το νερό {νερό, ρυάκι, ροή, βροχή, ρόχθος, κεραυνός). Το λ με το φως και τη γλύκα (ήλιος, λάμψη, αίγλη, γιαλός).
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
                    «Μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει»
                    «Έχει ο γιαλός της γλύκας τ’ ακρογιάλι»
                                                                                       (Μαβίλης)