Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2015
Βασικοί κανόνες τονισμού
1. Καμιά λέξη δεν τονίζεται πάνω από την προπαραλήγουσα (όπως
και στα νέα ελληνικά): λύομεν, ἐλύομεν.
2. Η προπαραλήγουσα, όταν τονίζεται παίρνει
πάντοτε οξεία:
παρήγορος, διώκομεν, ἄνθρωπος.
3. Κάθε βραχύχρονη συλλαβή όταν τονίζεται,
παίρνει πάντοτε οξεία :
νέος, πέμπω, δόξα, βωμός, πηγαί, ναοί.
4. Η μακρόχρονη παραλήγουσα, όταν τονίζεται,
παίρνει οξεία εμπρός
από μακρόχρονη λήγουσα : θήκη, κώμη,
κλαίω, λιμώττων. (μακρό μπροστά από μακρό οξεία)
5. Η μακρόχρονη παραλήγουσα, όταν τονίζεται,
παίρνει περισπωμένη εμπρός
από βραχύχρονη λήγουσα : κῆπος, χῶρος,
δῶρον, εἶναι. (μακρό μπροστά από βραχύ περισπωμένη)
6. Οι δίφθογγοι είναι μακρόχρονες
εξαιρέσεις: Οι
δίφθογγοι αι και οι όταν
είναι τελευταίο γράμμα της λέξης,
είναι βραχύχρονες: στρατιῶται, ναῦται, δοῦλοι, ενώ
: στρατιώταις, ναύταις, δούλοις.
7. Όταν η λήγουσα είναι μακρόχρονη,
η προπαραλήγουσα
δεν τονίζεται: η βασίλισσα,
αλλά της βασιλίσσης, ο ἄνθρωπος, αλλά του ἀνθρώπου. (δηλαδή ο τόνος «κατεβαίνει»
στην παραλήγουσα)
8. Η ασυναίρετη ονομαστική, αιτιατική και κλητική, όταν
τονίζεται στη λήγουσα, παίρνει οξεία : ὁ μαθητής, τόν μαθητήν, ὦ μαθητά, αἱ πηγαί, τάς πηγάς, ὦ πηγαί
9. Η μακροκατάληκτη γενική και δοτική (=μακρόχρονη
λήγουσα των ονομάτων), όταν τονίζεται, παίρνει περισπωμένη: τοῦ
ποιητοῦ, τῷ ποιητῇ, τῶν θεῶν, τοῖς θεοῖς, τῆς ὁδοῦ, τῇ
ὁδῷ, τῶν τομῶν, ταῖς τομαῖς
|
*************************************************************************************************************************
Να τονίσετε τις λέξεις και να δικαιολογήσετε
τον τόνο που επιλέξατε:
|
γιατί
|
νησος
|
|
ανθρωπος
|
|
σπευδε
|
|
τελος
|
|
δυναμις
|
|
παιδες
|
|
πλουτος
|
|
μηκος
|
|
οἰνος
|
|
ταυρος
|
|
γενναιοι
|
|
θεοι
|
|
μεγας
|
|
ὁπλον
|
|
πληρης
|
|
πληρες
|
|
Θέση
του τόνου και του πνεύματος
α) Στα απλά φωνήεντα και
τις καταχρηστικές διφθόγγους, όταν γράφονται με μικρά γράμματα, ο τόνος ή το
πνεύμα σημειώνεται από πάνω: ἀρετή, ἑορτή, τῷ ἀνθρώπῳ, ἠώς, ᾠδεῖον·
όταν είναι κεφαλαία, σημειώνεται εμπρός και προς τα πάνω: Ἁθηνᾷ, Ἑλλάς, Ἠώς,
Ὠιδεῖον ή Ὠδεῖον.
β) Στις κύριες
διφθόγγους ο τόνος ή το πνεύμα σημειώνεται πάνω στο δεύτερο φωνήεν: αὐτός,
αἱρετός, εὑρίσκω, ναύτης, σφαῖρα, Αἰγεύς.
γ) Όταν ο τόνος και το
πνεύμα βρίσκονται στην ίδια συλλαβή, τότε η οξεία ή η βαρεία σημειώνεται
μετά από το πνεύμα και η περισπωμένη από
πάνω του : ἄνθρωπος, Ἕλλην, αὔριον, Αἴας ὅς ἥρως ἦν, εὖρος, Ἥρα, ἧπαρ.
δ) Ο τόνος και το
πνεύμα παραλείπονται σε λέξεις που γράφονται ολόκληρες με κεφαλαία: ΕΛΛΑΣ,
ΑΙΓΙΝΑ, ΠΑΡΘΕΝΩΝ.
Ονομασία
των λέξεων από τον τόνο τους
Σε κάθε λέξη πάνω στο
φωνήεν ή το δίφθογγο της συλλαβής που τονίζεται σημειώνουμε κάθε φορά έναν
ορισμένο τόνο (πβ. §38 και § 39). Κατά τη θέση που έχει ο τόνος σε μια λέξη και
κατά το είδος του η λέξη αυτή λέγεται:
1) οξύτονη,
αν έχει οξεία στη λήγουσα: πατήρ·
2) παροξύτονη,
αν έχει οξεία στην παραλήγουσα: μήτηρ·
3) προπαροξύτονη,
αν έχει οξεία στην προπαραλήγουσα: λέγομεν·
4) περισπώμενη,
αν έχει περισπωμένη στη λήγουσα: τιμῶ·
5) προπερισπώμενη,
αν έχει περισπωμένη στην παραλήγουσα: δῶρον·
6) βαρύτονη,
αν δεν τονίζεται στη λήγουσα: ἄνθρωπος, λύω, κελεύω.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ :ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ
ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Β΄
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Το ποίημα άρχισε να γράφεται το 1826, αμέσως μετά την πτώση του Μεσολογγίου
Ο τίτλος σχήμα οξύμωρο :πολιορκημένοι στο σώμα ελεύθεροι στην ψυχή
Οι δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι πολιορκημένοι : πείνα
Άνοιξη
Κεντρική ιδέα του ποιήματος :η νίκη της ηθικής ελευθερίας εναντίον της υλικής βίας –ο ποιητής δείχνει όλα τα περιθώρια δύναμης της ανθρώπινης ψυχής –οι δυστυχίες δεν μπορούν να τη λυγίσουν.
Στο σχολικό βιβλίο ανθολογούνται αποσπάσματα από το Σχεδίασμα Β'.
Το πρώτο περιγράφει την εξασθένηση των πολιορκούμενων Μεσολογγιτών κυρίως από την πείνα, που στερεί από την μάνα (άμαχος πληθυσμός) και τον πολεμιστή (μάχιμος πληθυσμός) ακριβώς αυτές τους τις ιδιότητες: τους αποξενώνει από τη βασικότερη ποιότητά τους -τη μητρική από την πρώτη και την στρατιωτική από τον δεύτερο- τους εξανραποδίζει και κατά έναν τρόπο τους απανθρωποποιεί.
1ος στ. :ερημιά του κάμπου –νεκρική σιγή φαίνεται με 2 εικόνες που εκφράζουν απόγνωση (στ. 2,3 και 4, 5, 6)
2ος στ. :λαλεί πουλί :παρήχηση λ (ηχολαλική απεικόνιση)
Παίρνει σπυρί :παρήχηση ρ
Κι η μάνα το ζηλεύει (αντίθεση) :η «μάνα», ανθρώπινο πλάσμα, ανώτερο, «ζηλεύει»το πουλί, βρίσκεται σε κατώτερη μοίρα από το πουλί, το υποδεέστερο.
3ος στ. :ο στ. συνεχίζει το «ζηλεύει» και δείχνει το λόγο :η πείνα, που «τα μάτια εμαύρισε» (πρβ. «μαύρισε το μάτι μου…»:δηλώνει στέρηση)
Στα μάτια η μάνα μνέει :η μάνα ορκίζεται στα μάτια (του παιδιού της) να συνεχίσει τον αγώνα. Ενεστώτας :σταθερότητα της απόφασης.
Στ. 1,2,3 η «μάνα», η γυναίκα με αυτή την ιδιότητα, αργοπεθαίνει από την πείνα σιωπηλά, χωρίς διαμαρτυρία, με ανέκφραστη υπομονή.
4ος,5ος,6ος στ. :ο Σουλιώτης ο καλός : πολεμική τελειότητα, που συμπίπτει με την ηθική
Παράμερα :για να μην τον δει κανείς, επειδή το τουφέκι του ‘γινε «βαρύ» από την εξάντληση εξαιτίας της πείνας και επειδή «ο Αγαρηνός το ξέρει» (ντροπή, πληγωμένη φιλοτιμία).
Το «κλαίει»όχι δειλία αλλά περηφάνια.
Στ. 4,5,6 η στάση του άνδρα –πολεμιστή απέναντι στην πείνα. Η «μάνα»την αντιμετωπίζει παθητικά – ο «Σουλιώτης» ενεργητικά.
Στο δεύτερο απόσπασμα, η ανθρώπινη παρουσία δε δηλώνεται ρητά καθότι το πιο κοντινό σε ανθρώπινο ον που αναφέρεται είναι η προσωποποίηση του Απρίλη και του Έρωτα που χορεύουν και γελάνε. Προφανώς, η απουσία της ανθρώπινης φιγούρας είναι σκόπιμη: ο αποδέκτης της αφήγησης εύκολα τοποθετεί με τη φαντασία του μέσα στο ειδυλλιακό σκηνικό, με την φύση σε πλήρη ανθοφορία, τόσο τους εσώκλειστους στην πόλη του Μεσολογγίου όσο και τον ίδιο του τον εαυτό.
Μετά την οριοθέτηση του χρόνου (Απρίλης) και της γενικής ατμόσφαιρας (ερωτική), ακολουθεί η περιγραφή του φυσικού τοπίου, η οποία γίνεται με φθίνουσα κλιμάκωση, ξεκινώντας από τον μεγαλύτερο σε μέγεθος έμβιο οργανισμό (ένα κοπάδι προβάτων), προς τον μικρότερο (μια πεταλούδα που καθρεφτίζεται στα νερά της λιμνοθάλασσας) έως τον μηδαμινό (ένα σκουλήκι που βρίσκεται στην καλή του ώρα). Ωστόσο, η ποιητική φωνή δε σταματάει εκεί και μας κατεβάζει ένα ακόμα επίπεδο, στον κόσμο των άψυχων: μέσα σ' αυτήν την τελειότητα και την ονειρική μαγεία της φύσης, ακόμα κι η πέτρα και το ξερόχορτο παίρνουν αξία και φαίνονται ολόχρυσα (κυριολεκτικά, αν εννοηθεί πως γυαλίζουν στο δυνατό φως του ήλιου, μεταφορικά, αν εννοηθεί πως αναβαθμίζονται μέσα από την τελειότητα που επικρατεί γύρω τους).
Και με χίλιους διαφορετικούς τρόπους επιβεβαιώνεται το δίλημμα των Μεσολογγιτών, που προετοιμάζονται για την ηρωική τους Έξοδο : είναι δυνατόν να πεθάνουν σήμερα που όλα βρίσκονται στην πιο ζωντανή τους στιγμή; Όποιος πεθάνει σήμερα, χίλιες φορές πεθαίνει. Η επανάληψη του αριθμού χίλια αισθητοποιεί την τραγικότητα της θέσης των πολιορκούμενων: η Έξοδος σημαίνει θάνατο, ο θάνατος σημαίνει στέρηση της ζωής και της φυσικής ομορφιάς.
Το αίσθημα αυτό του αποχωρισμού γίνεται ακόμα πιο έντονο, αν υπολογίσουμε την ιδιαίτερη σημασία που είχε προσλάβει για τους αγωνιζόμενους η Φύση. Το ίδιο ακριβώς θέμα διατρέχει το αυτοσχέδιο τετράστιχο που λέγεται πως απήγγειλε ο Αθανάσιος Διάκος πριν του επιβληθεί η θανατική ποινή, πέντε χρόνια πριν την Έξοδο του Μεσολογγίου, την 24η Απριλίου 1821.
Για ιδές καιρό που διάλεξε
ο χάρος να με πάρει
τώρα π' ανθίζουν τα κλαδιά
και βγάζει η γης χορτάρι
Και πάλι το ότι τονίζεται η ιδιαίτερη χρονική στιγμή που διάλεξε ο Χάρος, καθώς θεωρείται εντελώς οξύμωρο κι αντιφατικό κάποιος να πεθάνει όταν όλα γύρω τον προσκαλούν στη ζωή. Ειδικά σε παλαιότερες μορφές κοινωνίας, οι άνθρωποι αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους ως οργανικό κομμάτι του φυσικού περιβάλλοντος κι όχι ως κυρίαρχοι, ενάντιοι ή ανταγωνιστές του. Επομένως, η απόφαση να τελειώσουν τον βίο τους ακριβώς εκείνη την ώρα της ανοιξιάτικης ευφορίας, κατά την οποία η Φύση τούς καλεί να συμμετάσχουν στην κορύφωσή της, μοιάζει ακόμα πιο δραματική, σχεδόν προδοτική απέναντι στους φυσικούς νόμους που έχουν μάθει να ασπάζονται.
Κι όμως, αντιβαίνουν -αν μπορούμε να το πούμε έτσι- στον φυσικό νόμο που επιτάσσει ζωή, επειδή υπακούουν στην εσωτερική τους ηθική που τους επιτάσσει ελευθερία. Υπερβαίνουν, επομένως, οι Μεσολογγίτες το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, της επιβίωσης, επειδή προ-τιμούν την πραγματικά ελεύθερη ζωή. Ακόμα κι αν ξαστοχά κάποτε η ψυχή τους από τα θέλγητρα του περιβάλλοντος, αμέσως επιστρέφει στην αίσθηση του καθήκοντος της υπεράσπισης της πατρίδας. Σημειωτέα, τέλος, η έννοια της συνειδητής επιλογής: μόνο ο ελεύθερος άνθρωπος μπορεί να επιλέξει, και οι Μεσολογγίτες είναι στη βάση τους ελεύθεροι άνθρωποι.
Η διαβρωτική ομορφιά της φύσης παραμένει, διαχρονικό σύμβολό των ηθικών διλημμάτων που δοκιμάζουν την πνευματική ελευθερία του ανθρώπου.
[Από http://afterschoolbar.blogspot.gr/]
ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Β΄
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Το ποίημα άρχισε να γράφεται το 1826, αμέσως μετά την πτώση του Μεσολογγίου
Ο τίτλος σχήμα οξύμωρο :πολιορκημένοι στο σώμα ελεύθεροι στην ψυχή
Οι δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι πολιορκημένοι : πείνα
Άνοιξη
Κεντρική ιδέα του ποιήματος :η νίκη της ηθικής ελευθερίας εναντίον της υλικής βίας –ο ποιητής δείχνει όλα τα περιθώρια δύναμης της ανθρώπινης ψυχής –οι δυστυχίες δεν μπορούν να τη λυγίσουν.
Στο σχολικό βιβλίο ανθολογούνται αποσπάσματα από το Σχεδίασμα Β'.
Το πρώτο περιγράφει την εξασθένηση των πολιορκούμενων Μεσολογγιτών κυρίως από την πείνα, που στερεί από την μάνα (άμαχος πληθυσμός) και τον πολεμιστή (μάχιμος πληθυσμός) ακριβώς αυτές τους τις ιδιότητες: τους αποξενώνει από τη βασικότερη ποιότητά τους -τη μητρική από την πρώτη και την στρατιωτική από τον δεύτερο- τους εξανραποδίζει και κατά έναν τρόπο τους απανθρωποποιεί.
1ος στ. :ερημιά του κάμπου –νεκρική σιγή φαίνεται με 2 εικόνες που εκφράζουν απόγνωση (στ. 2,3 και 4, 5, 6)
2ος στ. :λαλεί πουλί :παρήχηση λ (ηχολαλική απεικόνιση)
Παίρνει σπυρί :παρήχηση ρ
Κι η μάνα το ζηλεύει (αντίθεση) :η «μάνα», ανθρώπινο πλάσμα, ανώτερο, «ζηλεύει»το πουλί, βρίσκεται σε κατώτερη μοίρα από το πουλί, το υποδεέστερο.
3ος στ. :ο στ. συνεχίζει το «ζηλεύει» και δείχνει το λόγο :η πείνα, που «τα μάτια εμαύρισε» (πρβ. «μαύρισε το μάτι μου…»:δηλώνει στέρηση)
Στα μάτια η μάνα μνέει :η μάνα ορκίζεται στα μάτια (του παιδιού της) να συνεχίσει τον αγώνα. Ενεστώτας :σταθερότητα της απόφασης.
Στ. 1,2,3 η «μάνα», η γυναίκα με αυτή την ιδιότητα, αργοπεθαίνει από την πείνα σιωπηλά, χωρίς διαμαρτυρία, με ανέκφραστη υπομονή.
4ος,5ος,6ος στ. :ο Σουλιώτης ο καλός : πολεμική τελειότητα, που συμπίπτει με την ηθική
Παράμερα :για να μην τον δει κανείς, επειδή το τουφέκι του ‘γινε «βαρύ» από την εξάντληση εξαιτίας της πείνας και επειδή «ο Αγαρηνός το ξέρει» (ντροπή, πληγωμένη φιλοτιμία).
Το «κλαίει»όχι δειλία αλλά περηφάνια.
Στ. 4,5,6 η στάση του άνδρα –πολεμιστή απέναντι στην πείνα. Η «μάνα»την αντιμετωπίζει παθητικά – ο «Σουλιώτης» ενεργητικά.
Στο δεύτερο απόσπασμα, η ανθρώπινη παρουσία δε δηλώνεται ρητά καθότι το πιο κοντινό σε ανθρώπινο ον που αναφέρεται είναι η προσωποποίηση του Απρίλη και του Έρωτα που χορεύουν και γελάνε. Προφανώς, η απουσία της ανθρώπινης φιγούρας είναι σκόπιμη: ο αποδέκτης της αφήγησης εύκολα τοποθετεί με τη φαντασία του μέσα στο ειδυλλιακό σκηνικό, με την φύση σε πλήρη ανθοφορία, τόσο τους εσώκλειστους στην πόλη του Μεσολογγίου όσο και τον ίδιο του τον εαυτό.
Μετά την οριοθέτηση του χρόνου (Απρίλης) και της γενικής ατμόσφαιρας (ερωτική), ακολουθεί η περιγραφή του φυσικού τοπίου, η οποία γίνεται με φθίνουσα κλιμάκωση, ξεκινώντας από τον μεγαλύτερο σε μέγεθος έμβιο οργανισμό (ένα κοπάδι προβάτων), προς τον μικρότερο (μια πεταλούδα που καθρεφτίζεται στα νερά της λιμνοθάλασσας) έως τον μηδαμινό (ένα σκουλήκι που βρίσκεται στην καλή του ώρα). Ωστόσο, η ποιητική φωνή δε σταματάει εκεί και μας κατεβάζει ένα ακόμα επίπεδο, στον κόσμο των άψυχων: μέσα σ' αυτήν την τελειότητα και την ονειρική μαγεία της φύσης, ακόμα κι η πέτρα και το ξερόχορτο παίρνουν αξία και φαίνονται ολόχρυσα (κυριολεκτικά, αν εννοηθεί πως γυαλίζουν στο δυνατό φως του ήλιου, μεταφορικά, αν εννοηθεί πως αναβαθμίζονται μέσα από την τελειότητα που επικρατεί γύρω τους).
Και με χίλιους διαφορετικούς τρόπους επιβεβαιώνεται το δίλημμα των Μεσολογγιτών, που προετοιμάζονται για την ηρωική τους Έξοδο : είναι δυνατόν να πεθάνουν σήμερα που όλα βρίσκονται στην πιο ζωντανή τους στιγμή; Όποιος πεθάνει σήμερα, χίλιες φορές πεθαίνει. Η επανάληψη του αριθμού χίλια αισθητοποιεί την τραγικότητα της θέσης των πολιορκούμενων: η Έξοδος σημαίνει θάνατο, ο θάνατος σημαίνει στέρηση της ζωής και της φυσικής ομορφιάς.
Το αίσθημα αυτό του αποχωρισμού γίνεται ακόμα πιο έντονο, αν υπολογίσουμε την ιδιαίτερη σημασία που είχε προσλάβει για τους αγωνιζόμενους η Φύση. Το ίδιο ακριβώς θέμα διατρέχει το αυτοσχέδιο τετράστιχο που λέγεται πως απήγγειλε ο Αθανάσιος Διάκος πριν του επιβληθεί η θανατική ποινή, πέντε χρόνια πριν την Έξοδο του Μεσολογγίου, την 24η Απριλίου 1821.
Για ιδές καιρό που διάλεξε
ο χάρος να με πάρει
τώρα π' ανθίζουν τα κλαδιά
και βγάζει η γης χορτάρι
Και πάλι το ότι τονίζεται η ιδιαίτερη χρονική στιγμή που διάλεξε ο Χάρος, καθώς θεωρείται εντελώς οξύμωρο κι αντιφατικό κάποιος να πεθάνει όταν όλα γύρω τον προσκαλούν στη ζωή. Ειδικά σε παλαιότερες μορφές κοινωνίας, οι άνθρωποι αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους ως οργανικό κομμάτι του φυσικού περιβάλλοντος κι όχι ως κυρίαρχοι, ενάντιοι ή ανταγωνιστές του. Επομένως, η απόφαση να τελειώσουν τον βίο τους ακριβώς εκείνη την ώρα της ανοιξιάτικης ευφορίας, κατά την οποία η Φύση τούς καλεί να συμμετάσχουν στην κορύφωσή της, μοιάζει ακόμα πιο δραματική, σχεδόν προδοτική απέναντι στους φυσικούς νόμους που έχουν μάθει να ασπάζονται.
Κι όμως, αντιβαίνουν -αν μπορούμε να το πούμε έτσι- στον φυσικό νόμο που επιτάσσει ζωή, επειδή υπακούουν στην εσωτερική τους ηθική που τους επιτάσσει ελευθερία. Υπερβαίνουν, επομένως, οι Μεσολογγίτες το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, της επιβίωσης, επειδή προ-τιμούν την πραγματικά ελεύθερη ζωή. Ακόμα κι αν ξαστοχά κάποτε η ψυχή τους από τα θέλγητρα του περιβάλλοντος, αμέσως επιστρέφει στην αίσθηση του καθήκοντος της υπεράσπισης της πατρίδας. Σημειωτέα, τέλος, η έννοια της συνειδητής επιλογής: μόνο ο ελεύθερος άνθρωπος μπορεί να επιλέξει, και οι Μεσολογγίτες είναι στη βάση τους ελεύθεροι άνθρωποι.
Η διαβρωτική ομορφιά της φύσης παραμένει, διαχρονικό σύμβολό των ηθικών διλημμάτων που δοκιμάζουν την πνευματική ελευθερία του ανθρώπου.
[Από http://afterschoolbar.blogspot.gr/]
Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2015
Διονύσιος Σολωμός «Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι»
Σχεδίασμα Β
II
O Aπρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,
Kι’ όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.
Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,
Kαι μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
Kι’ ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.
Kαι μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,
Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο·
Tο σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κι’ εκείνο.
Mάγεμα η φύσις κι’ όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
H μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·
Mε χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει·
Όποιος πεθάνη σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
Tρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.
Οι πολιορκημένοι στο Μεσολόγγι έχουν να αντιμετωπίσουν όχι μόνο την πείνα και τους πολυάριθμους εχθρούς, αλλά και την ομορφιά της φύσης που αίφνης προβάλλει ως μια αντίμαχη δύναμη, ικανή να θέσει σε δοκιμασία την απόφασή τους να θυσιάσουν τη ζωή τους σε μια ύστατη πράξη αντίστασης απέναντι στον εχθρό. Ο Σολωμός εφαρμόζει και στους Ελεύθερους Πολιορκημένους τη θεματική της δοκιμασίας, φέρνοντας τους ήρωες αντιμέτωπους με τη θελκτικότατη ομορφιά της φύσης. Οι ήρωες του ποιήματος προκειμένου να επιτύχουν το σκοπό τους, προκειμένου να πραγματοποιήσουν δηλαδή την έξοδο από το Μεσολόγγι, πρέπει να βρουν τη δύναμη να υπερνικήσουν τη δοκιμασία που εμφανίζεται τώρα μπροστά τους. Η άνοιξη έχει κοσμήσει τη φυσικό περιβάλλον με κάθε δυνατή ομορφιά, δημιουργώντας μια εικόνα άφατης μαγείας, ένα κάλεσμα για την απόλαυση της ζωής και μια σαφή υπενθύμιση για την υπέρτατη αξία που έχει το δώρο της ζωής που οι Έλληνες του Μεσολογγίου είναι τώρα έτοιμοι να το θυσιάσουν. Ο ποιητής δοκιμάζει την αποφασιστικότητα των ηρώων του παρουσιάζοντάς τους μια εξαίσια εικόνα της ζωής. Οι ήρωες αντικρίζουν τη λιμνοθάλασσα της πόλης τους απόλυτα γαλήνια να καθρεφτίζει πάνω της την εικόνα των προβάτων που κινούνται στο βουνό και μαζί μ’ αυτά και τα κάλλη του ουρανού, καθώς πάνω στη θάλασσα καθρεφτίζονται και τα λευκά σύννεφα αλλά και το φως του ήλιου. Μια πεταλούδα που είχε κοιμηθεί μέσα σ’ ένα κρίνο και φέρει μαζί της ακόμη το άρωμα του λουλουδιού, παίζει με τον ίσκιο της που σχηματίζεται πάνω στα ακινητοποιημένα νερά της λιμνοθάλασσας και μεταδίδει έτσι την αίσθηση της πλήρους γαλήνης που επικρατεί στη φύση του Μεσολογγίου. Κάθε τι εκπέμπει τη μαγευτική ομορφιά της φύσης, από το μικρό σκουλήκι και τη μαύρη πέτρα, μέχρι το ξερό χορτάρι. Ολόκληρη η φύση βρίσκεται στην καλύτερη στιγμή της, δημιουργώντας μια υπέροχη εικόνα ομορφιάς και γαλήνης που είναι σα να διαμηνύει στους πολιορκημένους πως όποιος πεθάνει σήμερα είναι σα να πεθαίνει χίλιες φορές. Όποιος θυσιάσει τη ζωή του τώρα που η ομορφιά έχει κατακυριεύσει την πλάση θα βιώσει μια πολλαπλή απώλεια καθώς θα χάσει τη ζωή του σε μια στιγμή που η φύση επιδεικνύει την πανίσχυρη γοητεία της και χαρίζει μια πρωτόγνωρη ευδαιμονία σ’ όλα τα δημιουργήματά της. Μια τέτοια ευδαιμονία που ακόμη και οι πολιορκημένοι αισθάνονται την ψυχή τους να ξεγελιέται από τη διονυσιακή χαρά της φύσης και να ξεχνά τον εαυτό της, τον σκοπό και την ιερή απόφασή της να θυσιαστεί. Ο παραδείσιος πειρασμός που παρουσιάζεται στους πολιορκημένους κατορθώνει έστω και πρόσκαιρα να θέσει σε αμφισβήτηση την αρχική τους απόφαση.
Σχεδίασμα Β
II
O Aπρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,
Kι’ όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.
Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,
Kαι μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
Kι’ ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.
Kαι μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,
Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο·
Tο σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κι’ εκείνο.
Mάγεμα η φύσις κι’ όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
H μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·
Mε χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει·
Όποιος πεθάνη σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
Tρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.
Οι πολιορκημένοι στο Μεσολόγγι έχουν να αντιμετωπίσουν όχι μόνο την πείνα και τους πολυάριθμους εχθρούς, αλλά και την ομορφιά της φύσης που αίφνης προβάλλει ως μια αντίμαχη δύναμη, ικανή να θέσει σε δοκιμασία την απόφασή τους να θυσιάσουν τη ζωή τους σε μια ύστατη πράξη αντίστασης απέναντι στον εχθρό. Ο Σολωμός εφαρμόζει και στους Ελεύθερους Πολιορκημένους τη θεματική της δοκιμασίας, φέρνοντας τους ήρωες αντιμέτωπους με τη θελκτικότατη ομορφιά της φύσης. Οι ήρωες του ποιήματος προκειμένου να επιτύχουν το σκοπό τους, προκειμένου να πραγματοποιήσουν δηλαδή την έξοδο από το Μεσολόγγι, πρέπει να βρουν τη δύναμη να υπερνικήσουν τη δοκιμασία που εμφανίζεται τώρα μπροστά τους. Η άνοιξη έχει κοσμήσει τη φυσικό περιβάλλον με κάθε δυνατή ομορφιά, δημιουργώντας μια εικόνα άφατης μαγείας, ένα κάλεσμα για την απόλαυση της ζωής και μια σαφή υπενθύμιση για την υπέρτατη αξία που έχει το δώρο της ζωής που οι Έλληνες του Μεσολογγίου είναι τώρα έτοιμοι να το θυσιάσουν. Ο ποιητής δοκιμάζει την αποφασιστικότητα των ηρώων του παρουσιάζοντάς τους μια εξαίσια εικόνα της ζωής. Οι ήρωες αντικρίζουν τη λιμνοθάλασσα της πόλης τους απόλυτα γαλήνια να καθρεφτίζει πάνω της την εικόνα των προβάτων που κινούνται στο βουνό και μαζί μ’ αυτά και τα κάλλη του ουρανού, καθώς πάνω στη θάλασσα καθρεφτίζονται και τα λευκά σύννεφα αλλά και το φως του ήλιου. Μια πεταλούδα που είχε κοιμηθεί μέσα σ’ ένα κρίνο και φέρει μαζί της ακόμη το άρωμα του λουλουδιού, παίζει με τον ίσκιο της που σχηματίζεται πάνω στα ακινητοποιημένα νερά της λιμνοθάλασσας και μεταδίδει έτσι την αίσθηση της πλήρους γαλήνης που επικρατεί στη φύση του Μεσολογγίου. Κάθε τι εκπέμπει τη μαγευτική ομορφιά της φύσης, από το μικρό σκουλήκι και τη μαύρη πέτρα, μέχρι το ξερό χορτάρι. Ολόκληρη η φύση βρίσκεται στην καλύτερη στιγμή της, δημιουργώντας μια υπέροχη εικόνα ομορφιάς και γαλήνης που είναι σα να διαμηνύει στους πολιορκημένους πως όποιος πεθάνει σήμερα είναι σα να πεθαίνει χίλιες φορές. Όποιος θυσιάσει τη ζωή του τώρα που η ομορφιά έχει κατακυριεύσει την πλάση θα βιώσει μια πολλαπλή απώλεια καθώς θα χάσει τη ζωή του σε μια στιγμή που η φύση επιδεικνύει την πανίσχυρη γοητεία της και χαρίζει μια πρωτόγνωρη ευδαιμονία σ’ όλα τα δημιουργήματά της. Μια τέτοια ευδαιμονία που ακόμη και οι πολιορκημένοι αισθάνονται την ψυχή τους να ξεγελιέται από τη διονυσιακή χαρά της φύσης και να ξεχνά τον εαυτό της, τον σκοπό και την ιερή απόφασή της να θυσιαστεί. Ο παραδείσιος πειρασμός που παρουσιάζεται στους πολιορκημένους κατορθώνει έστω και πρόσκαιρα να θέσει σε αμφισβήτηση την αρχική τους απόφαση.
Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015
Γ΄ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΡΤΑΤΣΗΣ, ΕΡΩΦΙΛΗ
Υπόθεση του έργου
Η υπόθεση της Ερωφίλης είναι μυθική. Ο Φιλόγονος, βασιλιάς της Αιγύπτου, δολοφόνησε τον αδελφό του για να πάρει το θρόνο του και παντρεύτηκε τη γυναίκα του. Από τη γυναίκα του αδελφού του απέκτησε μια κόρη, την Ερωφίλη. Στη βασιλική αυλή μαζί με την Ερωφίλη μεγαλώνει και ο Πανάρετος, νέος από βασιλική οικογένεια, άγνωστη όμως στον Φιλόγονο. Ο Πανάρετος και η Ερωφίλη έζησαν από παιδιά μαζί και σταδιακά η παιδική φιλία εξελίχθηκε σε έρωτα. Ο Πανάρετος μεγάλος πια, πηγαίνει στον πόλεμο και με την ανδρεία του σώζει το βασίλειο από εχθρική επίθεση. Μετά τον πόλεμο οι δύο νέοι παντρεύονται κρυφά. Ο βασιλιάς, όμως, θέλει να παντρέψει την κόρη του με κάποιον βασιλιά της Περσίας, για να πετύχει με αυτό το γάμο την ειρήνη ανάμεσα στους λαούς τους. Στέλνει μάλιστα τον Πανάρετο για να της το αναγγείλει και να την πείσει να δεχθεί το γάμο. Ο Φιλόγονος μαθαίνει για το μυστικό γάμο των δύο νέων και αποφασίζει να τιμωρήσει τον Πανάρετο, ο οποίος μάταια προσπαθεί να πείσει τον βασιλιά για την ευγενική του καταγωγή. Ο Φιλόγονος βασανίζει τον Πανάρετο και προσποιούμενος στην Ερωφίλη ότι τη συγχωρεί, της προσφέρει ως γαμήλιο «δώρο» σε μια χρυσή λεκάνη το κεφάλι, τα χέρια και την καρδιά του αγαπημένου της. Η Ερωφίλη θρηνεί με σπαραγμό και αυτοκτονεί. Οι γυναίκες του παλατιού αναλαμβάνουν να τιμωρήσουν το βασιλιά (ο χορός οδηγείται από την παραμάνα της Ερωφίλης, τη Νένα). Ρίχνουν κάτω το Φιλόγονο και τον ποδοπατούν μέχρι θανάτου.
Το έργο αποτελείται από 3.205 στίχους, πρόλογο (τον οποίο λέει ο Χάρος, που αναφέρεται στην παντοδυναμία του και στη ματαιότητα της δόξας και των υλικών αγαθών), πέντε πράξεις με ισάριθμα χορικά και τέσσερα ιντερμέδια (Τα κρητικά θεατρικά συνοδεύονται από ιντερμέδια, μικρά αυτόνομα θεατρικά έργα που παίζονταν μεταξύ των πράξεων. Χαρακτηριστικό τους ήταν ο ψυχαγωγικός χαρακτήρας, η έμφαση στη δράση και το πλούσιο θέαμα, με μουσική, κουστούμια, σκηνικά εφέ και χορογραφίες).
Ο κάθε ήρωας έχει ένα έμπιστο πρόσωπο: η Ερωφίλη τη νένα Χρυσόνομη, ο Πανάρετος τον φίλο του Καρπόφορο και ο βασιλιάς έναν πιστό Σύμβουλο. Ο χορός αποτελείται από γυναίκες της ακολουθίας της Ερωφίλης και εμφανίζονται επίσης το φάντασμα (Ασκιά) του δολοφονημένου αδερφού του Φιλόγονου και ένας μαντατοφόρος. Τηρείται η ενότητα της δράσης, του χώρου και του χρόνου (ενιαίο θέμα, που διαδραματίζεται σε έναν χώρο και η δράση διαρκεί μία ημέρα).
Η Ερωφίλη αγαπήθηκε ιδιαίτερα από τον ελληνικό λαό και αυτό το αποδεικνύει ο μεγάλος αριθμός των εκδόσεων του έργου, οι πολλές παραστάσεις του και οι πολλές παραλλαγές και διασκευές του, που εμφανίζονται σε διάφορες περιοχές της χώρας.
Το έργο εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Βενετία το 1637, όταν ο Χορτάτσης είχε ήδη πεθάνει, από τον Κύπριο ιερέα Ματθαίο Κιγάλα, ο οποίος με τις επεμβάσεις του αλλοίωσε αρκετά τον χαρακτήρα του κειμένου. Την αυθεντική μορφή της Ερωφίλης αποκατέστησε το 1676 με την έκδοση του έργου ο Κρητικός Αμβρόσιος Γραδενίγος, βιβλιοφύλακας της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης. Αυτή η έκδοση υπήρξε το πρότυπο για όλες τις επόμενες εκδόσεις.
το απόσπασμα του βιβλίου
Στο απόσπασμα του βιβλίου παρακολουθούμε από την τρίτη πράξη του έργου τη δεύτερη σκηνή, όπου συναντιόνται οι δύο ερωτευμένοι νέοι, η Ερωφίλη και ο Πανάρετος. Ο διάλογος των νέων θεωρείται από τους ομορφότερους ερωτικούς διάλογους της ελληνικής ποίησης.
Θέμα του αποσπάσματος είναι: τα αμοιβαία ερωτικά συναισθήματα των δύο νέων και η επισφράγιση του έρωτά τους με όρκους αιώνιας αγάπης.
Περιληπτική απόδοση αποσπάσματος
Οι δύο πρωταγωνιστές του έργου η Ερωφίλη και ο Πανάρετος βρίσκονται αντιμέτωποι με την απόφαση του βασιλιά και πατέρα της Ερωφίλης να την παντρέψει με ένα βασιλιά της Περσίας. Οι δύο νέοι συναντιούνται κρυφά και συνομιλούν εκφράζοντας την αμοιβαία αγάπη τους, ενώ δίνουν όρκους αιώνιας πίστης και αφοσίωσης. Η Ερωφίλη επικαλείται τον Έρωτα ως εγγυητή των όρκων της και ζητά την παρέμβαση των φυσικών στοιχείων σε περίπτωση που τους καταπατήσει. Ο Πανάρετος φοβάται μη χάσει την Ερωφίλη και την παρακαλεί να μην υποκύψει στις εντολές του πατέρα της.
δομή
1η ενότητα (στ. 147-150): η Ερωφίλη εκφράζει την αγάπη της.
2η ενότητα (στ. 151- 158): Ο Πανάρετος εκλιπαρεί την Ερωφίλη να μην υποκύψει στις εντολές του πατέρα της.
3η ενότητα (159-168): Η Ερωφίλη επικαλείται τον Έρωτα ως μάρτυρα στους όρκους της.
4η ενότητα (169-176): Ο Πανάρετος είναι βέβαιος για την πίστη της αγαπημένης του
5η ενότητα (177-184): Οι φόβοι του Πανάρετου και η έντονη εκδήλωση αγάπης της Ερωφίλης.
Δραματικός χαρακτήρας του έργου
1.διαλογική μορφή
2. εσωτερική δράση. Οι πρωταγωνιστές βιώνουν τη σύγκρουση ερωτικού και δραματικού συναισθήματος, καθώς βρίσκονται σε μεγάλη ψυχική ένταση και βιώνουν μια έντονη απειλή.
Η ερωτική σκηνή: Στο απόσπασμα παρακολουθούμε τον ερωτικό διάλογο της Ερωφίλης με τον Πανάρετο. Η σκηνή διαδραματίζεται στο προαύλιο του παλατιού, όπου η Ερωφίλη συναντά κρυφά τον άντρα της. Η ψυχική ένταση των δύο νέων κλιμακώνεται σταδιακά και μέσα από τα λόγια τους διακρίνουμε μια διαρκή ταλάντευση ανάμεσα στη χαρά που νιώθουν για την αγάπη τους και στη θλίψη για την απειλή.
● Σκηνική παρουσίαση: Στο απόσπασμα ο χώρος, όπου διαδραματίζεται η συνάντηση των δύο νέων πρέπει να βρίσκεται στο προαύλιο του παλατιού.
● Στιχουργική: Η στιχουργική ακολουθεί το δεκαπεντασύλλαβο παροξύτονο στίχο με ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία (ανά δύο στίχους) και μέτρο ιαμβικό. Παρόλο που βασίζεται στο παραδοσιακό δεκαπεντασύλλαβο του δημοτικού τραγουδιού, είναι αποτέλεσμα έντεχνης επεξεργασίας: παρουσιάζεται μεγάλη ποικιλία στις θέσεις των τόνων, η χασμωδία αποφεύγεται ( Ο ποιητής για να αποφύγει τις χασμωδίες κάνει συχνή χρήση έκθλιψης και αφαίρεσης: « παρ’ άλλη, όμορφη ’μια») και παρατηρούνται πολύ υψηλά ποσοστά διασκελισμών του νοήματος από στίχο σε στίχο.
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του έργου είναι οι σύνθετες περίοδοι. Η νοηματική ενότητα, δηλαδή, πολλές φορές δεν ολοκληρώνεται στο ημιστίχιο, στο στίχο ή ακόμα και στο δίστιχο, αλλά σε περισσότερους στίχους.
● Γλώσσα: Η γλώσσα είναι η κρητική διάλεκτος, επεξεργασμένη, όμως, από τον ποιητή με ιδιαίτερη φροντίδα. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της γλώσσας είναι: οι καταλήξεις του τρίτου πληθυντικού των ρημάτων σε -ουσι (σβήνουσι, μπορούσι, δούσι κλπ).
● Εκφραστικά μέσα: μεταφορές «τα λόγια τα γροικώ σβήνουσι τη πρικιά μου», «την ώρα οπ’ άλλος θέλει μπει πόθος εις την καρδιά μου»,
προσωποποιήσεις «μα την αγάπη εκείνη που μας ανάθρεψε μικρά», «τα στοιχεία της φύσης…ν’ αρματωθούν»,
αντίθεση «Μα γή όμορφη ’μαι γή άσκημη»,
ασύνδετα «Τον ουρανό, τη θάλασσα, τη γη, τ’ άστρα, τον ήλιο το λαμπρό, τη νύχτα, την ημέρα».
Συνηθισμένη στην κρητική λογοτεχνία είναι η επίκληση του Έρωτα ως εγγυήτριας δύναμης που επισφραγίζει τα λόγια των ερωτευμένων καθώς και οι προσωποποιήσεις των φυσικών στοιχείων (ουρανός, θάλασσα, γη, αέρας), που οφείλουν να παρεμβαίνουν σε περίπτωση αθέτησης της υπόσχεσης. Δηλώνεται έτσι η αποφασιστικότητα και η καθολική ισχύς των λόγων της Ερωφίλης, με εκφραστικά μέσα που συναντάμε στο δημοτικό τραγούδι.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΡΤΑΤΣΗΣ, ΕΡΩΦΙΛΗ
Υπόθεση του έργου
Η υπόθεση της Ερωφίλης είναι μυθική. Ο Φιλόγονος, βασιλιάς της Αιγύπτου, δολοφόνησε τον αδελφό του για να πάρει το θρόνο του και παντρεύτηκε τη γυναίκα του. Από τη γυναίκα του αδελφού του απέκτησε μια κόρη, την Ερωφίλη. Στη βασιλική αυλή μαζί με την Ερωφίλη μεγαλώνει και ο Πανάρετος, νέος από βασιλική οικογένεια, άγνωστη όμως στον Φιλόγονο. Ο Πανάρετος και η Ερωφίλη έζησαν από παιδιά μαζί και σταδιακά η παιδική φιλία εξελίχθηκε σε έρωτα. Ο Πανάρετος μεγάλος πια, πηγαίνει στον πόλεμο και με την ανδρεία του σώζει το βασίλειο από εχθρική επίθεση. Μετά τον πόλεμο οι δύο νέοι παντρεύονται κρυφά. Ο βασιλιάς, όμως, θέλει να παντρέψει την κόρη του με κάποιον βασιλιά της Περσίας, για να πετύχει με αυτό το γάμο την ειρήνη ανάμεσα στους λαούς τους. Στέλνει μάλιστα τον Πανάρετο για να της το αναγγείλει και να την πείσει να δεχθεί το γάμο. Ο Φιλόγονος μαθαίνει για το μυστικό γάμο των δύο νέων και αποφασίζει να τιμωρήσει τον Πανάρετο, ο οποίος μάταια προσπαθεί να πείσει τον βασιλιά για την ευγενική του καταγωγή. Ο Φιλόγονος βασανίζει τον Πανάρετο και προσποιούμενος στην Ερωφίλη ότι τη συγχωρεί, της προσφέρει ως γαμήλιο «δώρο» σε μια χρυσή λεκάνη το κεφάλι, τα χέρια και την καρδιά του αγαπημένου της. Η Ερωφίλη θρηνεί με σπαραγμό και αυτοκτονεί. Οι γυναίκες του παλατιού αναλαμβάνουν να τιμωρήσουν το βασιλιά (ο χορός οδηγείται από την παραμάνα της Ερωφίλης, τη Νένα). Ρίχνουν κάτω το Φιλόγονο και τον ποδοπατούν μέχρι θανάτου.
Το έργο αποτελείται από 3.205 στίχους, πρόλογο (τον οποίο λέει ο Χάρος, που αναφέρεται στην παντοδυναμία του και στη ματαιότητα της δόξας και των υλικών αγαθών), πέντε πράξεις με ισάριθμα χορικά και τέσσερα ιντερμέδια (Τα κρητικά θεατρικά συνοδεύονται από ιντερμέδια, μικρά αυτόνομα θεατρικά έργα που παίζονταν μεταξύ των πράξεων. Χαρακτηριστικό τους ήταν ο ψυχαγωγικός χαρακτήρας, η έμφαση στη δράση και το πλούσιο θέαμα, με μουσική, κουστούμια, σκηνικά εφέ και χορογραφίες).
Ο κάθε ήρωας έχει ένα έμπιστο πρόσωπο: η Ερωφίλη τη νένα Χρυσόνομη, ο Πανάρετος τον φίλο του Καρπόφορο και ο βασιλιάς έναν πιστό Σύμβουλο. Ο χορός αποτελείται από γυναίκες της ακολουθίας της Ερωφίλης και εμφανίζονται επίσης το φάντασμα (Ασκιά) του δολοφονημένου αδερφού του Φιλόγονου και ένας μαντατοφόρος. Τηρείται η ενότητα της δράσης, του χώρου και του χρόνου (ενιαίο θέμα, που διαδραματίζεται σε έναν χώρο και η δράση διαρκεί μία ημέρα).
Η Ερωφίλη αγαπήθηκε ιδιαίτερα από τον ελληνικό λαό και αυτό το αποδεικνύει ο μεγάλος αριθμός των εκδόσεων του έργου, οι πολλές παραστάσεις του και οι πολλές παραλλαγές και διασκευές του, που εμφανίζονται σε διάφορες περιοχές της χώρας.
Το έργο εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Βενετία το 1637, όταν ο Χορτάτσης είχε ήδη πεθάνει, από τον Κύπριο ιερέα Ματθαίο Κιγάλα, ο οποίος με τις επεμβάσεις του αλλοίωσε αρκετά τον χαρακτήρα του κειμένου. Την αυθεντική μορφή της Ερωφίλης αποκατέστησε το 1676 με την έκδοση του έργου ο Κρητικός Αμβρόσιος Γραδενίγος, βιβλιοφύλακας της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης. Αυτή η έκδοση υπήρξε το πρότυπο για όλες τις επόμενες εκδόσεις.
το απόσπασμα του βιβλίου
Στο απόσπασμα του βιβλίου παρακολουθούμε από την τρίτη πράξη του έργου τη δεύτερη σκηνή, όπου συναντιόνται οι δύο ερωτευμένοι νέοι, η Ερωφίλη και ο Πανάρετος. Ο διάλογος των νέων θεωρείται από τους ομορφότερους ερωτικούς διάλογους της ελληνικής ποίησης.
Θέμα του αποσπάσματος είναι: τα αμοιβαία ερωτικά συναισθήματα των δύο νέων και η επισφράγιση του έρωτά τους με όρκους αιώνιας αγάπης.
Περιληπτική απόδοση αποσπάσματος
Οι δύο πρωταγωνιστές του έργου η Ερωφίλη και ο Πανάρετος βρίσκονται αντιμέτωποι με την απόφαση του βασιλιά και πατέρα της Ερωφίλης να την παντρέψει με ένα βασιλιά της Περσίας. Οι δύο νέοι συναντιούνται κρυφά και συνομιλούν εκφράζοντας την αμοιβαία αγάπη τους, ενώ δίνουν όρκους αιώνιας πίστης και αφοσίωσης. Η Ερωφίλη επικαλείται τον Έρωτα ως εγγυητή των όρκων της και ζητά την παρέμβαση των φυσικών στοιχείων σε περίπτωση που τους καταπατήσει. Ο Πανάρετος φοβάται μη χάσει την Ερωφίλη και την παρακαλεί να μην υποκύψει στις εντολές του πατέρα της.
δομή
1η ενότητα (στ. 147-150): η Ερωφίλη εκφράζει την αγάπη της.
2η ενότητα (στ. 151- 158): Ο Πανάρετος εκλιπαρεί την Ερωφίλη να μην υποκύψει στις εντολές του πατέρα της.
3η ενότητα (159-168): Η Ερωφίλη επικαλείται τον Έρωτα ως μάρτυρα στους όρκους της.
4η ενότητα (169-176): Ο Πανάρετος είναι βέβαιος για την πίστη της αγαπημένης του
5η ενότητα (177-184): Οι φόβοι του Πανάρετου και η έντονη εκδήλωση αγάπης της Ερωφίλης.
Δραματικός χαρακτήρας του έργου
1.διαλογική μορφή
2. εσωτερική δράση. Οι πρωταγωνιστές βιώνουν τη σύγκρουση ερωτικού και δραματικού συναισθήματος, καθώς βρίσκονται σε μεγάλη ψυχική ένταση και βιώνουν μια έντονη απειλή.
Η ερωτική σκηνή: Στο απόσπασμα παρακολουθούμε τον ερωτικό διάλογο της Ερωφίλης με τον Πανάρετο. Η σκηνή διαδραματίζεται στο προαύλιο του παλατιού, όπου η Ερωφίλη συναντά κρυφά τον άντρα της. Η ψυχική ένταση των δύο νέων κλιμακώνεται σταδιακά και μέσα από τα λόγια τους διακρίνουμε μια διαρκή ταλάντευση ανάμεσα στη χαρά που νιώθουν για την αγάπη τους και στη θλίψη για την απειλή.
● Σκηνική παρουσίαση: Στο απόσπασμα ο χώρος, όπου διαδραματίζεται η συνάντηση των δύο νέων πρέπει να βρίσκεται στο προαύλιο του παλατιού.
● Στιχουργική: Η στιχουργική ακολουθεί το δεκαπεντασύλλαβο παροξύτονο στίχο με ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία (ανά δύο στίχους) και μέτρο ιαμβικό. Παρόλο που βασίζεται στο παραδοσιακό δεκαπεντασύλλαβο του δημοτικού τραγουδιού, είναι αποτέλεσμα έντεχνης επεξεργασίας: παρουσιάζεται μεγάλη ποικιλία στις θέσεις των τόνων, η χασμωδία αποφεύγεται ( Ο ποιητής για να αποφύγει τις χασμωδίες κάνει συχνή χρήση έκθλιψης και αφαίρεσης: « παρ’ άλλη, όμορφη ’μια») και παρατηρούνται πολύ υψηλά ποσοστά διασκελισμών του νοήματος από στίχο σε στίχο.
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του έργου είναι οι σύνθετες περίοδοι. Η νοηματική ενότητα, δηλαδή, πολλές φορές δεν ολοκληρώνεται στο ημιστίχιο, στο στίχο ή ακόμα και στο δίστιχο, αλλά σε περισσότερους στίχους.
● Γλώσσα: Η γλώσσα είναι η κρητική διάλεκτος, επεξεργασμένη, όμως, από τον ποιητή με ιδιαίτερη φροντίδα. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της γλώσσας είναι: οι καταλήξεις του τρίτου πληθυντικού των ρημάτων σε -ουσι (σβήνουσι, μπορούσι, δούσι κλπ).
● Εκφραστικά μέσα: μεταφορές «τα λόγια τα γροικώ σβήνουσι τη πρικιά μου», «την ώρα οπ’ άλλος θέλει μπει πόθος εις την καρδιά μου»,
προσωποποιήσεις «μα την αγάπη εκείνη που μας ανάθρεψε μικρά», «τα στοιχεία της φύσης…ν’ αρματωθούν»,
αντίθεση «Μα γή όμορφη ’μαι γή άσκημη»,
ασύνδετα «Τον ουρανό, τη θάλασσα, τη γη, τ’ άστρα, τον ήλιο το λαμπρό, τη νύχτα, την ημέρα».
Συνηθισμένη στην κρητική λογοτεχνία είναι η επίκληση του Έρωτα ως εγγυήτριας δύναμης που επισφραγίζει τα λόγια των ερωτευμένων καθώς και οι προσωποποιήσεις των φυσικών στοιχείων (ουρανός, θάλασσα, γη, αέρας), που οφείλουν να παρεμβαίνουν σε περίπτωση αθέτησης της υπόσχεσης. Δηλώνεται έτσι η αποφασιστικότητα και η καθολική ισχύς των λόγων της Ερωφίλης, με εκφραστικά μέσα που συναντάμε στο δημοτικό τραγούδι.
ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΤΙΧΟΥΡΓΙΚΗΣ
ΣΤΙΧΟΣ
Ο στίχος αποτελείται από ορισμένο αριθμό συλλαβών, πού έχουν μεταξύ τους μια ρυθμική και τονική τάξη. Το αν ταυτό χρονα κλείνει και ολόκληρο νόημα ή το νόημα συνεχίζεται και στον επόμενο στίχο, δεν έχει καμιά σημασία. Ο αριθμός των συλλαβών πού μπορεί να έχει ένας στίχος είναι ποικίλος. Αρχίζει από τη μία συλλαβή και φτάνει ως τις δεκαεφτά. Προκειμένου να χαρακτηρίσουμε με ακριβολογία ένα στίχο, δε φτάνει να τον πούμε δωδεκασύλλαβο ή δεκαπεντασύλλαβο, ανάλογα με τον αριθμό των συλλαβών του. Πρέπει να προσδιορίσομε αν είναι και οξύτονος, παροξύτονος ή προπαροξύτονος. Αν δηλαδή η τελευταία του λέξη τονίζεται στη λήγουσα (ορθός) στην παραλήγουσα (λήθη) ή στην προπαραλήγουσα (μίλησε). Έτσι ο στίχος:
“στα δειλινά τα πένθιμα και φθινοπωρινά”
είναι οξύτονος δεκατετρασύλλαβος. Ανάλογα, μάλιστα, με το μέτρο στο οποίο είναι γραμμένος, βάζουμε έναν ακόμη χαρακτηρισμό: είναι οξύτονος ιαμβικός δεκατετρασύλλαβος. Όπως μπορεί να είναι τροχαϊκός, δακτυλικός ή αναπαιστικός.
ΣΤΡΟΦΗ
Ένα ρυθμικό σύνολο από περισσότερους στίχους αποτελεί τη στροφή. Κάθε στροφή κλείνει συνήθως και ολόκληρο νόημα. Στα τυπωμένα ποιήματα, ανάμεσα από τις διάφορες στροφές, με σολαβεί ένα λευκό διάστημα. Στην ελληνική ποίηση η στροφή αποτελείται συνήθως από τέσσερις στίχους. Υπάρχουν όμως και στροφές με τρεις, πέντε, έξι ή οχτώ στίχους.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΣΤΙΧΟΥ
ΡΥΘΜΟΣ – ΜΕΤΡΟ - ΟΜΟΙΟΚΑΤΑΛΗΞΙΑ
Μέτρο είναι η εναλλαγή κατά ορισμένο σύστημα τονισμένων και άτονων συλλαβών του στίχου, για να’ χουμε ρυθμό και αρμονία. Ρυθμός είναι η αρμονία του στίχου, χάρη στην οποία ένα ποίημα μπορεί να μελοποιηθεί και να γίνει τραγούδι.
Ομοιοκαταληξία ή ρίμα είναι η ομοηχία (μοιάζουν ακουστικά ) των τελευταίων συλλαβών σε δυο ή περισσότερους στίχους.
ΜΕΤΡΟ
Οι αρχαίοι Έλληνες βάσιζαν το μετρικό τους σύστημα στην προσωδία, δηλαδή στην εναλλαγή συλλαβών πού ήσαν μακρές ή βραχείες. Αλλά η διάκριση σε μακρά και βραχέα σιγά - σιγά εγκαταλείφθηκε (κατά τούς πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες). Κι έτσι η νέα ποίηση αναγκάστηκε να πάρει ως βάση τού μετρικού της συστήματος τον τόνο. Θεώρησε δηλαδή ως μακρά την τονισμένη συλλαβή και ως βραχεία την άτονη. Το σύστημα αυτό λέγεται και τονικό σύστημα. Η εναλλαγή λοιπόν κατά ορισμένο σύστημα τονισμένων και άτονων συλλαβών αποτελεί το μέτρο. Το μέτρο λέγεται επίσης και πόδας (πους). Ένας ή και περισσότεροι πόδες αποτελούν το στίχο. Όταν θέλουμε να συμβολίσουμε τους πόδες ή τα μέτρα χρησιμοποιούμε το "_" για την τονισμένη συλλαβή και το "υ" για την άτονη. Κάθε πόδας μπορεί να περιλαμβάνει δύο ή τρεις συλλαβές. Τα μέτρα (μετρικοί πόδες) στη νεοελληνική ποίηση είναι πέντε : ο ίαμβος, ο τροχαίος, ο ανάπαιστος, ο δάκτυλος, και ο αμφίβραχυς.
Α'. ΙΑΜΒΙΚΟ ΜΕΤΡΟ
Το ιαμβικό μέτρο περιλαμβάνει δυο συλλαβές από τις οποίες τονίζεται ή δεύτερη. (υ_). Σε ιαμβικό μέτρο, π.χ. είναι γραμμένη η «Ξανθούλα» τού Σολωμού:
(Τραγουδώντας το ρυθμικά ακούγεται κάπως έτσι: νανά - νανά - νανά )
Β'. ΤΡΟΧΑΪΚΟ ΜΕΤΡΟ
Το τροχαϊκό μέτρο περιλαμβάνει επίσης δυο συλλαβές, πού τονίζονται όμως αντίστροφα απ' ό,τι στον ίαμβο. Δηλαδή τονι σμένη είναι η πρώτη συλλαβή και άτονη η δεύτερη ( _υ ): Σε τροχαϊκό μέτρο είναι γραμμένος και ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» του Σολωμού.
(Τραγουδώντας το ρυθμικά ακούγεται κάπως έτσι: νάνα - νάνα - νάνα )
Γ. ΑΝΑΠΑΙΣΤΙΚΟ ΜΈΤΡΟ
Το αναπαιστικό μέτρο αποτελείται από τρεις συλλαβές, από τις οποίες τονίζεται η τελευταία, ενώ οι δυο πρώτες είναι άτονες (υυ_). 'Σε αναπαιστικό μέτρο είναι γραμμένο το επίγραμμα του Σολωμού, « Η καταστροφή των Ψαρών» :
(Τραγουδώντας το ρυθμικά ακούγεται κάπως έτσι: νανανά - νανανά - νανανά)
Δ'. ΔΑΚΤΥΛΙΚΟ ΜΈΤΡΟ
Εδώ, όπως στον ανάπαιστο, υπάρχουν επίσης τρεις συλλαβές. Άλλα τονίζεται η πρώτη, ενώ οι δυο επόμενες μένουν άτονες (_υυ). Σε δακτυλικό μέτρο είναι γραμμένα τα «Χαμένα Χρόνια» τού Πολέμη:
(Τραγουδώντας το ρυθμικά ακούγεται κάπως έτσι: νάνανα - νάνανα - νάνανα )
Ε'. ΑΜΦΙΒΡΑΧΥΣ
Όταν ο πόδας περιλαμβάνει τρεις συλλαβές, από τις οποίες τονίζεται η μεσαία (υ_υ), τότε έχουμε αμφίβραχυ ή μέτρο μεσοτονικό, όπως λέγεται ακόμη. Τέτοιο μέτρο βρίσκομε στο «Μια πίκρα» του Παλαμά:
(Τραγουδώντας το ρυθμικά ακούγεται κάπως έτσι: νανάνα - νανάνα - νανάνα)
ΤΟΝΙΣΜΟΣ
Είπαμε ότι κάθε πόδας ή μέτρο περιλαμβάνει τονισμένες και άτονες συλλαβές. π .χ .Ο ίαμβος μια άτονη και μια τονισμένη (υ~). Αυτό δε θα πει πως Ο ιαμβικός πόδας πρέπει αναγκαστικά να κλείνει μια δισύλλαβη λέξη τής οποίας να τονίζεται η δεύτερη συλλαβή: (π.χ. πουλί). Ο συνδυασμός μπορεί να περιλαμβάνει και συλλαβές από την επόμενη λέξη. π.χ.
Την εί \ δα την ξανθού \ λα
Επίσης, όταν λέμε συλλαβή τονισμένη και συλλαβή άτονη, δεν το εννοούμε στην κυριολεξία του. Γιατί υπάρχουν συλλαβές πού τονίζονται, αλλά πού μέσα στο στίχο, με το κανονικό διάβασμα, ο τονισμός τους δεν παίρνει καμιά ιδιαίτερη αξία: και τούτο, γιατί ή αξία αύτή είναι ανάγκη να δοθεί στην επόμενη τονισμένη συλλαβή. π.χ. στον στίχο:
Δε θα ι | δείς πα | ρά τον | τάφο
Και το "θα" και το "τον", μολονότι τονίζονται, δεν ακούονται. Στο ίδιο παράδειγμα ο αναγνώστης πρέπει να προσέξει και τούτο: Στον πρώτο πόδα, μαζί με το «δε θα», βάζουμε και το «ι» της επόμενης λέξεως: «δε θα ι». Δηλαδή, μετρώντας τις συλλαβές, δεν τις μετρούμε σύμφωνα με τους κανόνες τής γραμματικής, άλλα σύμφωνα με τις απαιτήσεις τής ποιητικής τέχνης. Και η ποιητική τέχνη ενώνει το τελευταίο φωνήεν μιας λέξεως με το πρώτο φωνήεν της επόμενης λέξεως. Το φαινόμενο αυτό λέγεται συνίζηση.
ΡΥΘΜΟΣ
Εκτός από το μέτρο, κύριο γνώρισμα τού στίχου αποτελεί και ο ρυθμός Μερικοί λένε πως ο ρυθμός και το μέτρο σ' ένα ποίημα είναι το ίδιο πράγμα. Κι ωστόσο υπάρχει διαφορά, έστω κι αν δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί ακριβώς.
Οι διαφορές που προκύπτουν από τούς τόνους -τόνοι που υπάρχουν αλλά δεν ακούονται - μέτρα πού δρασκελούν ρυθμικά τον κανόνα -περί τού ποια συλλαβή θα ‘ναι τονισμένη και ποια όχι, όλα αυτά δημιουργούν ένα ευχάριστο ακουστικό συναίσθημα. Κάτι πού δεν ταυτίζεται με το μέτρο, αλλά κυλάει παράλληλα με αυτό, σαν ένα μουσικό κύμα. Και πού βγαίνει όχι από κανόνες, αλλά από τη δεξιοτεχνία και την προσωπικότητα τού κάθε ποιητή. Σαν παράδειγμα για την κατανόηση τού ρυθμού θα μπορούσαμε να φέρουμε μερικούς στίχους από «Το ταξίδι» του Πορφύρα:
Όνειρο απίστευτο ή λιόχαρη μέρα! Εγώ κι η Αννούλα
λίγοι παλιοί σύντροφοί μου και κάποιες κοπέλες μαζί,
μπήκαμε μέσα σε μια γαλανή μεθυσμένη βαρκούλα,
μπήκαμε μέσα και πάμε μακριά στης χαράς το νησί.
Εδώ το μέτρο είναι δακτυλικό. Αν διαβάσει κανείς ένα προς ένα τους δακτύλους, έχει την αίσθηση τού μέτρου. Αν διαβάσει όμως με τη φυσικότητα μιας σωστής απαγγελίας, το μέτρο υποχωρεί και στην επιφάνεια έρχεται μια άλλη μουσικότητα. 'Ιδίως ο τρίτος στίχος, ακουστικά, δημιουργεί ένα ρυθμό, πού σε κάνει να βλέπεις κιόλας τη βαρκούλα νά σκαμπανεβάζει στα κύματα σα μεθυσμένη.
ΟΜΟΙΟΚΑΤΑΛΗΞΙΑ
Η ομοιοκαταληξία είναι ένα από τα στολίδια τού στίχου, πού άρχισε να χρησιμοποιείται στην ποίηση κατά τούς Αλεξανδρινούς χρόνους. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν ομοιοκαταληξίες στα ποιήματα τους. 'Επίσης η σύγχρονη ποίηση δε χρησιμοποιεί ομοιοκαταληξίες(ελεύθερος στίχος).
Η ομοιοκαταληξία λέγεται ακόμη και ρίμα και στην καθαρεύουσα την έλεγαν «ομοιοτέλευτον»! Που τελειώνει δηλαδή κατά όμοιο τρόπο. Γιατί η ομοιοκαταληξία είναι αυτό ακριβώς : δυο ή περισσότεροι στίχοι να τελειώνουν με ομόηχες συλλαβές ή λέξεις.
Η ομοιοκαταληξία λέγεται οξύτονη, παροξύτονη ή προπαροξύτονη, ανάλογα με τον τόνο τής λέξεως πού ομοιοκαταληκτεί :
Οξύτονη : γιαλό -καλό.
παροξύτονη : κλάμα -γράμμα.
Προπαροξύτονη : Ηπειρώτισσα -ρώτησα.
Στις περιπτώσεις πού μια στροφή έχει τέσσερις στίχους, ομοιοκαταληκτούν συνήθως ο 1ος με τον 3ο και ο 2ος με τον 4ο στίχο: Ομοιοκαταληξία πλεχτή.
♦Σε γνωρίζω από την κόψη (α)
♦του σπαθιού την τρομερή (β)
♦σε γνωρίζω από την όψη (γ)
♦που με βια μετράει την γη (δ)
Μπορούν όμως να ομοιοκαταληκτούν και ο 1ος με τον 2ο , ο 3ος με τον 4ο : Ομοιοκαταληξία ζευγαρωτή.
Όταν ομοιοκαταληκτούν ο 1ος με τον 4ο και ο 2ος με τον 3ο : Ομοιοκαταληξία σταυρωτή
♦Από φλόγες η Κρήτη ζωσμένη (α)
♦τα βαριά της σίδερα σπα (β)
♦και σαν πρώτα χτυπιέται χτυπά (γ)
♦και γοργή κατεβαίνει (δ)
Όταν οι στίχοι έχουν και ζευγαρωτή και πλεχτή ή σταυρωτή ομοιοκαταληξία, τότε έχουμε ομοιοκαταληξία Μικτή
♦Αν ήμουν φτερωτό πουλί (α)
♦με την λαλιά την πιο καλή (β)
♦το σύμπαν θα ξυπνούσα .(γ)
♦Αν ήμουν μια λουλουδιά (δ)
♦την πιο καλή μυρωδιά (ε)
♦στο σύμπαν θα σκορπούσα (στ)
♦Οι πρώτοι στίχοι, α΄και β΄, έχουν ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία.
Οι άλλοι στίχοι έχουν σταυρωτή.
Ανάλογα με τη φαντασία και την εκφραστικότητα του, ο ποιητής μπορεί να πετύχει ποικίλους άλλους συνδυασμούς ομοιοκαταληξιών.
Εκτός από την ομοιοκαταληξία στο τέλος του στίχου, μπορεί να βάλει και ανάλογες ρίμες ενδιάμεσα, άλλα με πολλή προσοχή, ώστε να υπάρξει πραγματικό μουσικό αποτέλεσμα. Αυτές οι εσωτερικές ρίμες λέγονται συνηχήσεις.
Π.χ. Κάποτε φτάνουν και χαρές, τόσο πικρές και θλιβερές"
'Εξάλλου παρηχήσεις έχουμε όταν, με τη συχνότερη χρήση ορισμένων γραμμάτων, δημιουργούμε ηχητικά ένα αποτέλεσμα πού δυναμώνει το νόημα. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να ξέρουμε ότι π.χ. το γράμμα «ρο» συνδέεται με το νερό {νερό, ρυάκι, ροή, βροχή, ρόχθος, κεραυνός). Το λ με το φως και τη γλύκα (ήλιος, λάμψη, αίγλη, γιαλός).
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
«Μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει»
«Έχει ο γιαλός της γλύκας τ’ ακρογιάλι»
(Μαβίλης)
ΣΤΙΧΟΣ
Ο στίχος αποτελείται από ορισμένο αριθμό συλλαβών, πού έχουν μεταξύ τους μια ρυθμική και τονική τάξη. Το αν ταυτό χρονα κλείνει και ολόκληρο νόημα ή το νόημα συνεχίζεται και στον επόμενο στίχο, δεν έχει καμιά σημασία. Ο αριθμός των συλλαβών πού μπορεί να έχει ένας στίχος είναι ποικίλος. Αρχίζει από τη μία συλλαβή και φτάνει ως τις δεκαεφτά. Προκειμένου να χαρακτηρίσουμε με ακριβολογία ένα στίχο, δε φτάνει να τον πούμε δωδεκασύλλαβο ή δεκαπεντασύλλαβο, ανάλογα με τον αριθμό των συλλαβών του. Πρέπει να προσδιορίσομε αν είναι και οξύτονος, παροξύτονος ή προπαροξύτονος. Αν δηλαδή η τελευταία του λέξη τονίζεται στη λήγουσα (ορθός) στην παραλήγουσα (λήθη) ή στην προπαραλήγουσα (μίλησε). Έτσι ο στίχος:
“στα δειλινά τα πένθιμα και φθινοπωρινά”
είναι οξύτονος δεκατετρασύλλαβος. Ανάλογα, μάλιστα, με το μέτρο στο οποίο είναι γραμμένος, βάζουμε έναν ακόμη χαρακτηρισμό: είναι οξύτονος ιαμβικός δεκατετρασύλλαβος. Όπως μπορεί να είναι τροχαϊκός, δακτυλικός ή αναπαιστικός.
ΣΤΡΟΦΗ
Ένα ρυθμικό σύνολο από περισσότερους στίχους αποτελεί τη στροφή. Κάθε στροφή κλείνει συνήθως και ολόκληρο νόημα. Στα τυπωμένα ποιήματα, ανάμεσα από τις διάφορες στροφές, με σολαβεί ένα λευκό διάστημα. Στην ελληνική ποίηση η στροφή αποτελείται συνήθως από τέσσερις στίχους. Υπάρχουν όμως και στροφές με τρεις, πέντε, έξι ή οχτώ στίχους.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΣΤΙΧΟΥ
ΡΥΘΜΟΣ – ΜΕΤΡΟ - ΟΜΟΙΟΚΑΤΑΛΗΞΙΑ
Μέτρο είναι η εναλλαγή κατά ορισμένο σύστημα τονισμένων και άτονων συλλαβών του στίχου, για να’ χουμε ρυθμό και αρμονία. Ρυθμός είναι η αρμονία του στίχου, χάρη στην οποία ένα ποίημα μπορεί να μελοποιηθεί και να γίνει τραγούδι.
Ομοιοκαταληξία ή ρίμα είναι η ομοηχία (μοιάζουν ακουστικά ) των τελευταίων συλλαβών σε δυο ή περισσότερους στίχους.
ΜΕΤΡΟ
Οι αρχαίοι Έλληνες βάσιζαν το μετρικό τους σύστημα στην προσωδία, δηλαδή στην εναλλαγή συλλαβών πού ήσαν μακρές ή βραχείες. Αλλά η διάκριση σε μακρά και βραχέα σιγά - σιγά εγκαταλείφθηκε (κατά τούς πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες). Κι έτσι η νέα ποίηση αναγκάστηκε να πάρει ως βάση τού μετρικού της συστήματος τον τόνο. Θεώρησε δηλαδή ως μακρά την τονισμένη συλλαβή και ως βραχεία την άτονη. Το σύστημα αυτό λέγεται και τονικό σύστημα. Η εναλλαγή λοιπόν κατά ορισμένο σύστημα τονισμένων και άτονων συλλαβών αποτελεί το μέτρο. Το μέτρο λέγεται επίσης και πόδας (πους). Ένας ή και περισσότεροι πόδες αποτελούν το στίχο. Όταν θέλουμε να συμβολίσουμε τους πόδες ή τα μέτρα χρησιμοποιούμε το "_" για την τονισμένη συλλαβή και το "υ" για την άτονη. Κάθε πόδας μπορεί να περιλαμβάνει δύο ή τρεις συλλαβές. Τα μέτρα (μετρικοί πόδες) στη νεοελληνική ποίηση είναι πέντε : ο ίαμβος, ο τροχαίος, ο ανάπαιστος, ο δάκτυλος, και ο αμφίβραχυς.
Α'. ΙΑΜΒΙΚΟ ΜΕΤΡΟ
Το ιαμβικό μέτρο περιλαμβάνει δυο συλλαβές από τις οποίες τονίζεται ή δεύτερη. (υ_). Σε ιαμβικό μέτρο, π.χ. είναι γραμμένη η «Ξανθούλα» τού Σολωμού:
(Τραγουδώντας το ρυθμικά ακούγεται κάπως έτσι: νανά - νανά - νανά )
Β'. ΤΡΟΧΑΪΚΟ ΜΕΤΡΟ
Το τροχαϊκό μέτρο περιλαμβάνει επίσης δυο συλλαβές, πού τονίζονται όμως αντίστροφα απ' ό,τι στον ίαμβο. Δηλαδή τονι σμένη είναι η πρώτη συλλαβή και άτονη η δεύτερη ( _υ ): Σε τροχαϊκό μέτρο είναι γραμμένος και ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» του Σολωμού.
(Τραγουδώντας το ρυθμικά ακούγεται κάπως έτσι: νάνα - νάνα - νάνα )
Γ. ΑΝΑΠΑΙΣΤΙΚΟ ΜΈΤΡΟ
Το αναπαιστικό μέτρο αποτελείται από τρεις συλλαβές, από τις οποίες τονίζεται η τελευταία, ενώ οι δυο πρώτες είναι άτονες (υυ_). 'Σε αναπαιστικό μέτρο είναι γραμμένο το επίγραμμα του Σολωμού, « Η καταστροφή των Ψαρών» :
(Τραγουδώντας το ρυθμικά ακούγεται κάπως έτσι: νανανά - νανανά - νανανά)
Δ'. ΔΑΚΤΥΛΙΚΟ ΜΈΤΡΟ
Εδώ, όπως στον ανάπαιστο, υπάρχουν επίσης τρεις συλλαβές. Άλλα τονίζεται η πρώτη, ενώ οι δυο επόμενες μένουν άτονες (_υυ). Σε δακτυλικό μέτρο είναι γραμμένα τα «Χαμένα Χρόνια» τού Πολέμη:
(Τραγουδώντας το ρυθμικά ακούγεται κάπως έτσι: νάνανα - νάνανα - νάνανα )
Ε'. ΑΜΦΙΒΡΑΧΥΣ
Όταν ο πόδας περιλαμβάνει τρεις συλλαβές, από τις οποίες τονίζεται η μεσαία (υ_υ), τότε έχουμε αμφίβραχυ ή μέτρο μεσοτονικό, όπως λέγεται ακόμη. Τέτοιο μέτρο βρίσκομε στο «Μια πίκρα» του Παλαμά:
(Τραγουδώντας το ρυθμικά ακούγεται κάπως έτσι: νανάνα - νανάνα - νανάνα)
ΤΟΝΙΣΜΟΣ
Είπαμε ότι κάθε πόδας ή μέτρο περιλαμβάνει τονισμένες και άτονες συλλαβές. π .χ .Ο ίαμβος μια άτονη και μια τονισμένη (υ~). Αυτό δε θα πει πως Ο ιαμβικός πόδας πρέπει αναγκαστικά να κλείνει μια δισύλλαβη λέξη τής οποίας να τονίζεται η δεύτερη συλλαβή: (π.χ. πουλί). Ο συνδυασμός μπορεί να περιλαμβάνει και συλλαβές από την επόμενη λέξη. π.χ.
Την εί \ δα την ξανθού \ λα
Επίσης, όταν λέμε συλλαβή τονισμένη και συλλαβή άτονη, δεν το εννοούμε στην κυριολεξία του. Γιατί υπάρχουν συλλαβές πού τονίζονται, αλλά πού μέσα στο στίχο, με το κανονικό διάβασμα, ο τονισμός τους δεν παίρνει καμιά ιδιαίτερη αξία: και τούτο, γιατί ή αξία αύτή είναι ανάγκη να δοθεί στην επόμενη τονισμένη συλλαβή. π.χ. στον στίχο:
Δε θα ι | δείς πα | ρά τον | τάφο
Και το "θα" και το "τον", μολονότι τονίζονται, δεν ακούονται. Στο ίδιο παράδειγμα ο αναγνώστης πρέπει να προσέξει και τούτο: Στον πρώτο πόδα, μαζί με το «δε θα», βάζουμε και το «ι» της επόμενης λέξεως: «δε θα ι». Δηλαδή, μετρώντας τις συλλαβές, δεν τις μετρούμε σύμφωνα με τους κανόνες τής γραμματικής, άλλα σύμφωνα με τις απαιτήσεις τής ποιητικής τέχνης. Και η ποιητική τέχνη ενώνει το τελευταίο φωνήεν μιας λέξεως με το πρώτο φωνήεν της επόμενης λέξεως. Το φαινόμενο αυτό λέγεται συνίζηση.
ΡΥΘΜΟΣ
Εκτός από το μέτρο, κύριο γνώρισμα τού στίχου αποτελεί και ο ρυθμός Μερικοί λένε πως ο ρυθμός και το μέτρο σ' ένα ποίημα είναι το ίδιο πράγμα. Κι ωστόσο υπάρχει διαφορά, έστω κι αν δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί ακριβώς.
Οι διαφορές που προκύπτουν από τούς τόνους -τόνοι που υπάρχουν αλλά δεν ακούονται - μέτρα πού δρασκελούν ρυθμικά τον κανόνα -περί τού ποια συλλαβή θα ‘ναι τονισμένη και ποια όχι, όλα αυτά δημιουργούν ένα ευχάριστο ακουστικό συναίσθημα. Κάτι πού δεν ταυτίζεται με το μέτρο, αλλά κυλάει παράλληλα με αυτό, σαν ένα μουσικό κύμα. Και πού βγαίνει όχι από κανόνες, αλλά από τη δεξιοτεχνία και την προσωπικότητα τού κάθε ποιητή. Σαν παράδειγμα για την κατανόηση τού ρυθμού θα μπορούσαμε να φέρουμε μερικούς στίχους από «Το ταξίδι» του Πορφύρα:
Όνειρο απίστευτο ή λιόχαρη μέρα! Εγώ κι η Αννούλα
λίγοι παλιοί σύντροφοί μου και κάποιες κοπέλες μαζί,
μπήκαμε μέσα σε μια γαλανή μεθυσμένη βαρκούλα,
μπήκαμε μέσα και πάμε μακριά στης χαράς το νησί.
Εδώ το μέτρο είναι δακτυλικό. Αν διαβάσει κανείς ένα προς ένα τους δακτύλους, έχει την αίσθηση τού μέτρου. Αν διαβάσει όμως με τη φυσικότητα μιας σωστής απαγγελίας, το μέτρο υποχωρεί και στην επιφάνεια έρχεται μια άλλη μουσικότητα. 'Ιδίως ο τρίτος στίχος, ακουστικά, δημιουργεί ένα ρυθμό, πού σε κάνει να βλέπεις κιόλας τη βαρκούλα νά σκαμπανεβάζει στα κύματα σα μεθυσμένη.
ΟΜΟΙΟΚΑΤΑΛΗΞΙΑ
Η ομοιοκαταληξία είναι ένα από τα στολίδια τού στίχου, πού άρχισε να χρησιμοποιείται στην ποίηση κατά τούς Αλεξανδρινούς χρόνους. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν ομοιοκαταληξίες στα ποιήματα τους. 'Επίσης η σύγχρονη ποίηση δε χρησιμοποιεί ομοιοκαταληξίες(ελεύθερος στίχος).
Η ομοιοκαταληξία λέγεται ακόμη και ρίμα και στην καθαρεύουσα την έλεγαν «ομοιοτέλευτον»! Που τελειώνει δηλαδή κατά όμοιο τρόπο. Γιατί η ομοιοκαταληξία είναι αυτό ακριβώς : δυο ή περισσότεροι στίχοι να τελειώνουν με ομόηχες συλλαβές ή λέξεις.
Η ομοιοκαταληξία λέγεται οξύτονη, παροξύτονη ή προπαροξύτονη, ανάλογα με τον τόνο τής λέξεως πού ομοιοκαταληκτεί :
Οξύτονη : γιαλό -καλό.
παροξύτονη : κλάμα -γράμμα.
Προπαροξύτονη : Ηπειρώτισσα -ρώτησα.
Στις περιπτώσεις πού μια στροφή έχει τέσσερις στίχους, ομοιοκαταληκτούν συνήθως ο 1ος με τον 3ο και ο 2ος με τον 4ο στίχο: Ομοιοκαταληξία πλεχτή.
♦Σε γνωρίζω από την κόψη (α)
♦του σπαθιού την τρομερή (β)
♦σε γνωρίζω από την όψη (γ)
♦που με βια μετράει την γη (δ)
Μπορούν όμως να ομοιοκαταληκτούν και ο 1ος με τον 2ο , ο 3ος με τον 4ο : Ομοιοκαταληξία ζευγαρωτή.
Όταν ομοιοκαταληκτούν ο 1ος με τον 4ο και ο 2ος με τον 3ο : Ομοιοκαταληξία σταυρωτή
♦Από φλόγες η Κρήτη ζωσμένη (α)
♦τα βαριά της σίδερα σπα (β)
♦και σαν πρώτα χτυπιέται χτυπά (γ)
♦και γοργή κατεβαίνει (δ)
Όταν οι στίχοι έχουν και ζευγαρωτή και πλεχτή ή σταυρωτή ομοιοκαταληξία, τότε έχουμε ομοιοκαταληξία Μικτή
♦Αν ήμουν φτερωτό πουλί (α)
♦με την λαλιά την πιο καλή (β)
♦το σύμπαν θα ξυπνούσα .(γ)
♦Αν ήμουν μια λουλουδιά (δ)
♦την πιο καλή μυρωδιά (ε)
♦στο σύμπαν θα σκορπούσα (στ)
♦Οι πρώτοι στίχοι, α΄και β΄, έχουν ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία.
Οι άλλοι στίχοι έχουν σταυρωτή.
Ανάλογα με τη φαντασία και την εκφραστικότητα του, ο ποιητής μπορεί να πετύχει ποικίλους άλλους συνδυασμούς ομοιοκαταληξιών.
Εκτός από την ομοιοκαταληξία στο τέλος του στίχου, μπορεί να βάλει και ανάλογες ρίμες ενδιάμεσα, άλλα με πολλή προσοχή, ώστε να υπάρξει πραγματικό μουσικό αποτέλεσμα. Αυτές οι εσωτερικές ρίμες λέγονται συνηχήσεις.
Π.χ. Κάποτε φτάνουν και χαρές, τόσο πικρές και θλιβερές"
'Εξάλλου παρηχήσεις έχουμε όταν, με τη συχνότερη χρήση ορισμένων γραμμάτων, δημιουργούμε ηχητικά ένα αποτέλεσμα πού δυναμώνει το νόημα. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να ξέρουμε ότι π.χ. το γράμμα «ρο» συνδέεται με το νερό {νερό, ρυάκι, ροή, βροχή, ρόχθος, κεραυνός). Το λ με το φως και τη γλύκα (ήλιος, λάμψη, αίγλη, γιαλός).
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
«Μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει»
«Έχει ο γιαλός της γλύκας τ’ ακρογιάλι»
(Μαβίλης)
Ζητημα Ιδισυγκρασιας/παραλληλο κειμενο για τη "Νεα Παιδαγωγικ"
ΚΩΣΤΑΣ ΤΑΧΤΣΗΣ : Ζήτημα ιδιοσυγκρασίας (απόσπασμα)
Τα διαγωνίσματα και οι εξετάσεις αποτελούσαν πάντοτε για τους μαθητές την πιο αγχωτική διαδικασία της σχολικής ζωής τους. Το απόσπασμα από το διήγημα του Ταχτσή αναφέρεται ακριβώς σε μια τέτοια εμπειρία.
Η κυρία Μίνα μπήκε στην τάξη, κι αμέσως όλοι σηκώθηκαν όρθιοι.
«Καθίστε κάτω», είπ’ η κυρία Μίνα, και κάθισαν πάλι στα θρανία
τους. Αυτός καθόταν στο πρώτο θρανίο, γιατ’ ήταν κοντός.
Η κυρία Μίνα ακούμπησε την τσάντα της πάνω στην έδρα, μα δεν έβγαλε το παλτό της, ούτε τη γούνα της, γιατί έκανε πολύ κρύο.
Η γούνα της ήταν αλεπού. Τα μάτια της κυρίας Μίνας έμοιαζαν πολύ με τα γυάλινα μάτια της αλεπούς, μόνο που ήταν πιο μεγάλα και γουρλωτά.
Ήταν κακιά γυναίκα. Δεν τον χώνευε. Ίσως επειδή είχ’ έρθει απ’ άλλο σχολείο. Ή επειδή ήταν κοντός. Περισσότερο απ’ όλους αγαπούσε τον Μποζέλη, πού ’ταν το πιο ψηλό παιδί της τάξης. Κάθε φορά που τέλειωνε η κιμωλία στη μέση του μαθήματος, εκείνον έστελνε στο γραφείο του διευθυντή να ζητήσει άλλη. Και προχτές πού ’χε πονοκέφαλο κι ήθελε να πάρει ασπιρίνη, τον Μποζέλη έστειλε στην επιστάτρια να της φέρει νερό.
«Ησυχία», είπ’ η κυρία Μίνα. «Είναι κανείς απών;»
Μερικά παιδιά φώναξαν πως απουσίαζε ο διπλανός τους. Η κυρία Μίνα σημείωσε τα
ονόματά τους.
«Μόνο πέντε;», είπε. «Πάλι καλά, μ’ αυτό το κρύο. Τι μάθημα έχουμε την πρώτη ώρα, Μποζέλη;»
«Αριθμητική, κυρία», είπ’ ο Μποζέλης.
«Α», έκαν’ η κυρία Μίνα. «Κόψτε λοιπόν ένα φύλλο χαρτί απ’ το τετράδιο της αριθμητικής, και γράψτε πάνω δεξιά τ’ όνομά σας. Καθαρά. Άκουσες, Κελαϊδίτη;»
«Μάλιστα, κυρία», είπ’ η Κελαϊδίτη.
«Τότε γιατί ρωτάς την Κεχαγιά;»
«Ξέχασα το τετράδιο της αριθμητικής στο σπίτι, κυρία».
«Δεν έχεις κανένα τετράδιο μαζί σου;»
«Έχω το τετράδιο της ορθογραφίας», είπ’ η Κελαϊδίτη.
«Ε, τότε κόψ’ ένα φύλλο απ’ το τετράδιο της ορθογραφίας –φιλοσοφία χρειάζεται;»
Ύστερα πήγε στον πίνακα, και πήρε την κιμωλία. Μα επειδή κάτι παιδιά στα τελευταία θρανία άρχισαν να μιλάνε, η κυρία Μίνα γύρισε και κοίταξε καλά-καλά όλη την τάξη.
Τα παιδιά στα τελευταία θρανία σώπασαν, κι η κυρία Μίνα ξαναγύρισε προς τον πίνακα. Έγραψε έναν τριψήφιο αριθμό, πλάι ένα Χ, κι υστέρα άλλον έναν τριψήφιο αριθμό.
«Τι αριθμητική πράξη είν’ αυτή, Μποζέλη;»
«Πολλαπλασιασμός, κυρία», είπ’ ο Μποζέλης.
«Τ’ ακούσατε όλοι;»
«Μάλιστα, κυρία», είπ’ όλη η τάξη.
«Γράφετε λοιπόν, και να μην ακούσω τσιμουδιά. Όποιον πιάσω να κοιτάει το γραφτό του διπλανού του, θα μηδενιστεί, και θα φέρει και τον κηδεμόνα του –τι συμβαίνει, Ζερβού;»
«Δεν έχω μολύβι, κυρία.»
«Δε θυμάμαι νά ’χες και ποτέ σου τίποτα», είπ’ η κυρία Μίνα στη Ζερβού. «Ποιος έχει δυο μολύβια;»
Μερικά παιδιά σήκωσαν το χέρι τους. Το σήκωσε κι αυτός, μα, παρόλο που καθόταν στο πρώτο θρανίο, δεν τον είδε.
«Δος της εσύ ένα», είπε σ’ έν’ αγόρι που καθόταν δυο θρανία πιο πίσω απ’ τη Ζερβού.
«Μήπως είναι κανένας άλλος που δεν έχει μολύβι; Μήπως ξέχασε κανείς να φέρει τη γόμα του; –ή το μυαλό του;»
Δε μίλησε κανείς.
«Είστε όλοι σίγουροι πως δεν έχετε καμιά απορία;»
Τι απορία νά ’χουν; Είχαν κάνει ένα σωρό τέτοιους πολλαπλασιασμούς, και την περασμένη βδομάδα είχαν μπει στη διαίρεση.
«Τι θέλεις, Κεχαγιά;»
Τα κορίτσια έκαναν συνεχώς ερωτήσεις. Δεν καταλάβαιναν ποτέ με το πρώτο τι τους έλεγες.
«Πού θα κάνουμε τις πρόχειρες πράξεις, κυρία;»
Πρόχειρες πράξεις; Αυτό δεν τό ’χε σκεφτεί. Καλά που το ρώτησε η Κεχαγιά.
«Στο πίσω μέρος της κόλας», είπε η κυρία Μίνα. «Τ’ ακούσατε όλοι;»
«Μάλιστα.»
«Κελαϊδίτη;»
«Μάλιστα, κυρία», είπ’ η Κελαϊδίτη.
«Όσοι τελειώνουν, να μου φέρνουν την κόλα τους, και να βγαίνουν ήσυχα στην αυλή. Χωρίς φωνές, κι ενοχλούμε τις άλλες τάξεις. Αρχίστε λοιπόν. Αυτός που θα τελειώσει πρώτος, θά ’ναι το καλύτερο παιδί της τάξης.»
Τα διαγωνίσματα και οι εξετάσεις αποτελούσαν πάντοτε για τους μαθητές την πιο αγχωτική διαδικασία της σχολικής ζωής τους. Το απόσπασμα από το διήγημα του Ταχτσή αναφέρεται ακριβώς σε μια τέτοια εμπειρία.
Η κυρία Μίνα μπήκε στην τάξη, κι αμέσως όλοι σηκώθηκαν όρθιοι.
«Καθίστε κάτω», είπ’ η κυρία Μίνα, και κάθισαν πάλι στα θρανία
τους. Αυτός καθόταν στο πρώτο θρανίο, γιατ’ ήταν κοντός.
Η κυρία Μίνα ακούμπησε την τσάντα της πάνω στην έδρα, μα δεν έβγαλε το παλτό της, ούτε τη γούνα της, γιατί έκανε πολύ κρύο.
Η γούνα της ήταν αλεπού. Τα μάτια της κυρίας Μίνας έμοιαζαν πολύ με τα γυάλινα μάτια της αλεπούς, μόνο που ήταν πιο μεγάλα και γουρλωτά.
Ήταν κακιά γυναίκα. Δεν τον χώνευε. Ίσως επειδή είχ’ έρθει απ’ άλλο σχολείο. Ή επειδή ήταν κοντός. Περισσότερο απ’ όλους αγαπούσε τον Μποζέλη, πού ’ταν το πιο ψηλό παιδί της τάξης. Κάθε φορά που τέλειωνε η κιμωλία στη μέση του μαθήματος, εκείνον έστελνε στο γραφείο του διευθυντή να ζητήσει άλλη. Και προχτές πού ’χε πονοκέφαλο κι ήθελε να πάρει ασπιρίνη, τον Μποζέλη έστειλε στην επιστάτρια να της φέρει νερό.
«Ησυχία», είπ’ η κυρία Μίνα. «Είναι κανείς απών;»
Μερικά παιδιά φώναξαν πως απουσίαζε ο διπλανός τους. Η κυρία Μίνα σημείωσε τα
ονόματά τους.
«Μόνο πέντε;», είπε. «Πάλι καλά, μ’ αυτό το κρύο. Τι μάθημα έχουμε την πρώτη ώρα, Μποζέλη;»
«Αριθμητική, κυρία», είπ’ ο Μποζέλης.
«Α», έκαν’ η κυρία Μίνα. «Κόψτε λοιπόν ένα φύλλο χαρτί απ’ το τετράδιο της αριθμητικής, και γράψτε πάνω δεξιά τ’ όνομά σας. Καθαρά. Άκουσες, Κελαϊδίτη;»
«Μάλιστα, κυρία», είπ’ η Κελαϊδίτη.
«Τότε γιατί ρωτάς την Κεχαγιά;»
«Ξέχασα το τετράδιο της αριθμητικής στο σπίτι, κυρία».
«Δεν έχεις κανένα τετράδιο μαζί σου;»
«Έχω το τετράδιο της ορθογραφίας», είπ’ η Κελαϊδίτη.
«Ε, τότε κόψ’ ένα φύλλο απ’ το τετράδιο της ορθογραφίας –φιλοσοφία χρειάζεται;»
Ύστερα πήγε στον πίνακα, και πήρε την κιμωλία. Μα επειδή κάτι παιδιά στα τελευταία θρανία άρχισαν να μιλάνε, η κυρία Μίνα γύρισε και κοίταξε καλά-καλά όλη την τάξη.
Τα παιδιά στα τελευταία θρανία σώπασαν, κι η κυρία Μίνα ξαναγύρισε προς τον πίνακα. Έγραψε έναν τριψήφιο αριθμό, πλάι ένα Χ, κι υστέρα άλλον έναν τριψήφιο αριθμό.
«Τι αριθμητική πράξη είν’ αυτή, Μποζέλη;»
«Πολλαπλασιασμός, κυρία», είπ’ ο Μποζέλης.
«Τ’ ακούσατε όλοι;»
«Μάλιστα, κυρία», είπ’ όλη η τάξη.
«Γράφετε λοιπόν, και να μην ακούσω τσιμουδιά. Όποιον πιάσω να κοιτάει το γραφτό του διπλανού του, θα μηδενιστεί, και θα φέρει και τον κηδεμόνα του –τι συμβαίνει, Ζερβού;»
«Δεν έχω μολύβι, κυρία.»
«Δε θυμάμαι νά ’χες και ποτέ σου τίποτα», είπ’ η κυρία Μίνα στη Ζερβού. «Ποιος έχει δυο μολύβια;»
Μερικά παιδιά σήκωσαν το χέρι τους. Το σήκωσε κι αυτός, μα, παρόλο που καθόταν στο πρώτο θρανίο, δεν τον είδε.
«Δος της εσύ ένα», είπε σ’ έν’ αγόρι που καθόταν δυο θρανία πιο πίσω απ’ τη Ζερβού.
«Μήπως είναι κανένας άλλος που δεν έχει μολύβι; Μήπως ξέχασε κανείς να φέρει τη γόμα του; –ή το μυαλό του;»
Δε μίλησε κανείς.
«Είστε όλοι σίγουροι πως δεν έχετε καμιά απορία;»
Τι απορία νά ’χουν; Είχαν κάνει ένα σωρό τέτοιους πολλαπλασιασμούς, και την περασμένη βδομάδα είχαν μπει στη διαίρεση.
«Τι θέλεις, Κεχαγιά;»
Τα κορίτσια έκαναν συνεχώς ερωτήσεις. Δεν καταλάβαιναν ποτέ με το πρώτο τι τους έλεγες.
«Πού θα κάνουμε τις πρόχειρες πράξεις, κυρία;»
Πρόχειρες πράξεις; Αυτό δεν τό ’χε σκεφτεί. Καλά που το ρώτησε η Κεχαγιά.
«Στο πίσω μέρος της κόλας», είπε η κυρία Μίνα. «Τ’ ακούσατε όλοι;»
«Μάλιστα.»
«Κελαϊδίτη;»
«Μάλιστα, κυρία», είπ’ η Κελαϊδίτη.
«Όσοι τελειώνουν, να μου φέρνουν την κόλα τους, και να βγαίνουν ήσυχα στην αυλή. Χωρίς φωνές, κι ενοχλούμε τις άλλες τάξεις. Αρχίστε λοιπόν. Αυτός που θα τελειώσει πρώτος, θά ’ναι το καλύτερο παιδί της τάξης.»
Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2015
Ελεύθεροι πολιορκημένοι Διον. Σολωμού
Το έργο
Στο διάστημα της πολιορκίας του Μεσολογγίου από τους Τούρκους ο ποιητής βρισκόταν στο απέναντι μέρος, στην πατρίδα του τη Ζάκυνθο, και συμμετείχε ψυχικά στο δράμα των Μεσολογγιτών. Από αυτή τη βίωση των γεγονότων προέκυψε το ποίημα του χρέους(Χρέος ήταν η πρώτη ονομασία του ποιήματος, που αργότερα πήρε τον τίτλο Ελεύθεροι πολιορκημένοι , το οποίοι ποιητής αρχίζει να συνθέτει το 1826. Το ποίημα αυτό απασχόλησε τον ποιητή όσο κανένα άλλο, όμως ποτέ δεν ολοκληρώθηκε και έφτασε σ΄ εμάς σε αποσπάσματα, τα οποία ανήκουν σε Τρία Σχεδιάσματα, που το καθένα αντιπροσωπεύει όχι μόνο διαφορετικό στάδιο επεξεργασίας αλλά και διαφορετική ποιητική αντίληψη
Το ιστορικό πλαίσιο
Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι αναφέρονται στη δωδεκάμηνη πολιορκία του Μεσολογγίου (Απρίλιος 1825-Απρίλιος 1826) από τους Τούρκους και στη συνέχεια από τους Αιγυπτίους. Οι Μεσολογγίτες αμύνονται κατά τη διάρκεια της Πολιορκίας με σθένος. Υπομένουν καρτερικά και παλεύουν απέναντι στο Κακό: Τις φυσικές κακουχίες (πείνα, αρρώστιες, τον θάνατο), τον εξωτερικό εχθρό δηλ. τους Τούρκους, αλλά και τον εσωτερικό δηλ. τον ίδιο τους τον εαυτό που τους καλεί να γευτούν τον πειρασμό της άνοιξης και του έρωτα, την ίδια τη ζωή, συνθηκολογώντας με τον εχθρό. Αυτοί όμως κατόρθωσαν να νικήσουν το Κακό, διατηρώντας ακέραιο το ήθος τους παραμένοντας ουσιαστικά, εσωτερικά ελεύθεροι, αν και ήταν πολιορκημένοι. Το Καλό νίκησε και η εσωτερική τους πάλη, τους έκανε να ξεπεράσουν την ανθρώπινη τους φύση και να τους οδηγήσει στην ηθική ολοκλήρωση
Σχεδίασμα Β, Απόσπασμα 1
Το θέμα του συγκεκριμένου αποσπάσματος είναι η πείνα και η εξάντληση των αγωνιστών που πολιορκούνταν στο Μεσολόγγι το 1826
‘Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει’
Στον στίχο αυτό δεσπόζει το ρήμα βασιλεύει που τοποθετημένο στο τέλος δίνει έμφαση με τη βαρύτητα που έχει ως σημασία. Δεν υπάρχει απλά ησυχία .Κυριαρχεί απόλυτη σιωπή και το ρ. βασιλεύει δίνει απόλυτα αυτή την εντύπωση. Επίσης δημιουργείται ένα τέτοιο αισθητικό αποτέλεσμα αφού χρησιμοποιείται μεταφορικά
Αξιοσημείωτη είναι η επιλογή των λέξεων άκρα του τάφου σιωπή από τον ποιητή. Οι συγκεκριμένες λέξεις μπορούν να συσχετισθούν μεταξύ τους με ποικίλους τρόπους, ως εξής: άκρα σιωπή δηλ απόλυτη σιωπή . Επίσης, άκρα του τάφου, που ισοδυναμεί με τον υπερθετικό βαθμό του επιθέτου δηλ. ακρότατη .και τέλος, του τάφου σιωπή , που ισοδυναμεί με την νεκρική σιωπή. Η χρήση λοιπόν της λέξης τάφος περιγράφει βιωματικά με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την έννοια της απόλυτης σιωπής, πράγμα που δεν θα μπορούσε να γίνει ΄τόσο αποτελεσματικά με τη χρήση άλλης λέξης
Σημείωση: Είναι γνωστή η «αγωνία του λόγου», όπως λέμε ενός ποιητή και ειδικά του Σολωμού που πασχίζει να βρει τη «μοναδική» λέξη για να «ντύσει» το περιεχόμενο του με την καλύτερη δυνατή μορφή. Τολογοτεχνικό ύφος αποτελεί τις συγκεκριμένες λεκτικές επιλογές ενός ποιητή που γίνονται μέσα από τη βιωματική-συγκινησιακή χρήση της γλώσσας.
Έτσι ο α΄ στίχος με τις συγκεκριμένες λεκτικές επιλογές αναδεικνύει απόλυτα την αίσθηση και την εικόνα τηςαπόλυτης ακινησίας
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει
Σε αντίθεση με τον α΄ στίχο έρχεται ο β΄ με την παρουσία εμψύχων, τη δράση και τη συναισθηματική αντίδραση. Αυτό δηλώνεται με τη συσσώρευση τριών ρημάτων (σε σχέση με το ένα του α΄ στίχου). Αξιοσημείωτη είναι η παρήχηση του λ και του ρ, που αισθητοποιούν με τον καλύτερο τρόπο την αντίθεσηανάμεσα στο πουλάκι ,που έχει κάτι να φάει και τη Μεσολογγίτισσα μάνα που το ζηλεύει γιατί δεν έχει να ταΐσει το παιδί της. Το ανθρώπινο πλάσμα, το ανώτερο στην κυριαρχία των όντων, βρίσκεται σε κατώτερη μοίρα από το πουλί, το υποδεέστερο
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε. Στα μάτια η μάνα μνέει
Το α΄ ημιστίχιο με μια χαρακτηριστική οπτική εικόνα «δείχνει» το μέγεθος της πείνας. Ταυτόχρονα μας θυμίζει εκείνη την έκφραση «μαύρισε το μάτι μου», έκφραση που απεικονίζει παραστατικά τη μεγάλη στέρηση. Η επανάληψη της λ. μάτια, επισημαίνει το σημείο όπου φανερώνεται η στέρηση. Η πείνα λοιπόν, αποτυπώνεται με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο, στα μάτια, που αποτελούν το πολυτιμότερο αγαθό του ανθρώπου. Και είναι το πολυτιμότερο αγαθό, αφού ένας από τους βαρύτερους όρκους, αναφέρεται σ΄ αυτά: «στο φως μου».(Ας θυμηθούμε και την τρυφερή προσφώνηση της μάνας στο παιδί «μάτια μου».
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει
Κατά την πολιορκία του Μεσολογγίου βρίσκονταν σ αυτό και πολλοί Σουλιώτες. Εδώ λοιπόν έχομε τη συγκλονιστική εικόνα του Σουλιώτη πολεμιστή, (καλός όχι με την στενά ηθική σημασία, αλλά με την πολεμική τελειότητα), ο οποίος στέκει «παράμερα», και κλαίει, όχι φυσικά από φόβο, αλλά από φιλότιμο και πίκρα, γιατί η πείνα τον έχει αποδυναμώσει, και έχει έτσι αχρηστεύσει την ιδιότητα του πολεμιστή. Το «κλαίει» δεν είναι δειλία είναι περηφάνια. Αυτή η εικόνα έρχεται σε αντίθεση με με τη εικόνα του γενναίου και σκληροτράχηλου πολεμιστή.
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ΄ έχω ‘ γώ στο χέρι:
οπού συ μου ΄γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει»
Εδώ ο Σουλιώτης απευθύνεται στο τουφέκι του (προσωποποίηση), αποκαλώντας το έρμο και σκοτεινό (=καημένο, παρατημένο, δύστυχο), θεωρώντας μάταιη την ύπαρξη του. Στον τελευταίο στίχο α) αιτιολογείται το περιεχόμενο των δύο προηγούμενων στίχων και β) επιτείνεται η απελπισία του πολεμιστή που οφείλεται στο γεγονός ότι οι εχθροί γνωρίζουν την εξάντληση και την αδυναμία του, πράγμα που κάνει τη θέση των πολιορκημένων, ακόμη δυσχερέστερη.
Σημειώσεις
Τα πρόσωπα του «δράματος»
Η Μεσολογγίτισσα μάνα εκπροσωπεί τον άμαχο πληθυσμό, ενώ ο Σουλιώτης υπερασπιστής του Μεσολογγίου, τους πολεμιστές .Τα δύο αυτά πρόσωπα έχουν κοινά χαρακτηριστικά: α) και οι δύο είναι πεινασμένοι και εξαντλημένοι β) και οι δύο βρίσκονται παράμερα, στο περιθώριο γ) και οι δύο έχουν χάσει τις πραγματικές τους ιδιότητες: η μάνα της τροφού και ο Σουλιώτης του πολεμιστή.
Εκφραστικά μέσα
Ο ποιητής, προκειμένου να «ντύσει» το περιεχόμενο των στίχων του με το τελειότερο «ένδυμα», την τελειότερη μορφή και παράλληλα να αισθητοποιήσει μα τον πιο παραστατικό τρόπο την δραματική κατάσταση των πολιορκημένων χρησιμοποιεί τα παρακάτω εκφραστικά μέσα:
- Εικόνες(ηχητικές και οπτικές): ο κάμπος με τη νεκρική σιωπή, το πουλί που λαλεί και τρώει, η μάνα με τους μαύρους κύκλους στα μάτια, ο Σουλιώτης που κλαίει και μιλάει στο τουφέκι του.
- Ο διάλογος του Σουλιώτη με το τουφέκι του (προσωποποίηση)
- Η μεταφορά: του τάφου, βασιλεύει, σκοτεινό)
- Παρήχηση του λ και του ρ: λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί
- Επανάληψη: τα μάτια….στα μάτια
- Αντιθέσεις: α)Ο α΄ με τον β΄ στίχο, δηλ. η απόλυτη, νεκρική σιωπή και ακινησία με τη κίνηση, τη δράση και την ύπαρξη εμψύχων. β)το α΄ ημιστίχιο του β΄ στίχου, με το β΄ ημιστίχιο: το πουλάκι έχει να φάει εν αντιθέσει με τον άνθρωπο, ένα όν ανώτερο.γ)Η εικόνα του καλού Σουλιώτη έρχεται σε αντίθεση με την αναμενόμενη εικόνα του γενναίου πολεμιστή. δ) μπορούμε να αναφέρουμε και τον τίτλο του αποσπάσματος ελεύθεροι(εσωτερικά) αλλά πολιορκημένοι( από τον φυσικό εχθρό και τον πόθο για τη ζωή που οργιάζει έξω)
- Χρήση επιθετικών προσδιορισμών: άκρα σιωπή, Σουλιώτης ο καλός, τουφέκι σκοτεινό, αλλά και ελεύθεροι πολιορκημένοι(αντιφατικός)
Σχεδίασμα Β, Απόσπασμα 2
Το θέμα του αποσπάσματος είναι η ομορφιά της ανοιξιάτικης φύσης, που καλεί τους Μεσολογγίτες να εγκαταλείψουν τον αγώνα τους και να απολαύσουν τη ζωή.
Δομή: Στιχ. 1-3 μας δίνεται το θέμα, στιχ. 3-11 οι εικόνες της φύσης, στιχ. 12-13 η πρόκληση της φύσης να εγκαταλείψουν τον αγώνα.
Στιχ. 1-2: Η φανταστική εικόνα του χορού ανάμεσα στον Απρίλη και τον Έρωτα
Στον 1ο στίχο αξιοπρόσεκτες είναι δύο προσωποποιήσεις που λειτουργούν συμβολικά: Ο Απρίλης, μήνας της άνοιξης, οπότε ανθίζουν τα περισσότερα φυτά, συμβολίζει την αναγέννηση και την ομορφιά της φύσης, ενώ ο Έρωτας συμβολίζει τη δημιουργία και γενικότερα τη χαρά. Επίσης τα ρήματα χορεύουνε και γελούνε
συμπληρώνουν το σκηνικό της γιορτινής ατμόσφαιρας. Είναι λοιπόν ξεκάθαρη η δραματική αντίθεση ανάμεσα στην γιορτή της φύσης και το τραγικό σκηνικό της πολιορκημένης πόλης.
Στο στχ. 2, παρατηρούμε τη σύγκριση που εξισώνει τα όπλα με τα άνθη και τους καρπούς(κι όσα΄……τόσα).Το β΄ πρόσωπο (σε) στο οποίο απευθύνεται ο ποιητής είναι η ψυχή των πολιορκημένων.
Στιχ. 3-11: Οι εικόνες της ανοιξιάτικης φύσης
Εδώ έχουμε 4 εικόνες, πραγματικές πια και όχι φανταστικές: Οι 3 είναι από τον κόσμο των έμψυχων και η 4ηαπό τον κόσμα των ανόργανων πραγμάτων.
1η εικόνα: παρουσιάζει ένα κοπάδι λευκά πρόβατα και το είδωλο τους πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας καθώς ενώνεται με τις ομορφιές του ουρανού, που καθρεφτίζονται κι αυτές στο νερό. Στην εικόνα υπάρχει κίνηση (κινούμενο) και ήχος( βελάζει). Αξιοσημείωτος είναι ο συσχετισμός των τριών στοιχείων της φύσης, βουνού, θάλασσας και ουρανού, αφού ο ποιητής παρομοιάζει το λευκό κοπάδι των προβάτων ως προς το σχήμα του με λευκό βουναλάκι, σχήμα το οποίο καθρεπτίζεται πάνω στα νερά της θάλασσας, σμίγοντας με την ομορφιά του ουρανού.
2η εικόνα: παρουσιάζει μια γαλάζια πεταλούδα, από τη μια να είναι βιαστική και να καθρεφτίζεται στα νερά της λίμνης του Μεσολογγίου και από την άλλη να κοιμάται μέσα σ΄ έναν ευωδιαστό άγριο κρίνο.(οσφρητική εικόνα)
3η εικόνα: Ένα μικρό και ασήμαντο σκουλήκι σε στιγμές χαράς και ευτυχίας.
4η εικόνα:εδώ έχουμε τα άψυχα της φύσης(μαύρη πέτρα) και τα νεκρά(ξερό χορτάρι), που μετουσιώνονται σε πανέμορφα(ολόχρυσα).Η εικόνα αυτή όπως και η προηγούμενη, υποδηλώνουν ότι και τα πιο απλά, ασήμαντα πλάσματα, όπως το σκουλήκι, ακόμα και τα ανόργανα, όπως η πέτρα και τα χόρτα, τώρα την άνοιξη αποκτούν εξαιρετική ομορφιά, γεγονός που κάνει ακόμη πιο δύσκολα τον αγώνα των πολιορκημένων.
Σημειώσεις: α)Αξιοπρόσεκτο είναι ότι οι εικόνες δίνονται σε φθίνουσα κλίμακα: από το μεγάλο και το ευρύ στο μικρό και ασήμαντο: από τη εικόνα της θάλασσας και του ουρανού προχωρούμε σε μικρότερο οπτικό πεδίο, για να καταλήξουμε στην εικόνα με το σκουλήκι και με την χωρίς στοιχείο ζωής τελευταία εικόνα.
β) Ο στιχ. 10 αποτελεί την κατακλείδα των εικόνων και δίνει άλλες διαστάσεις στην ομορφιά της φύσης μεταφέροντας την στην σφαίρα του μαγικού και του ονειρικού.
γ)στις 3 πρώτες εικόνες κυριαρχεί μια κίνηση σε αντίθεση με την 4η όπου υπάρχει ακινησία.
δ)Με όλες αυτές τις εικόνες ο ποιητής αγκαλιάζει όλη την πλάση(ουρανό,γη, θάλασσα), αλλά και το σύνολο των ζώων, αυτά που περπατούν (πρόβατα), πετούν (πεταλούδα) ή έρπουν( σκουλήκι) ακόμη και τα μη έμβια.Έτσι ο ποιητής με την τεχνική της εικόνας πραγματοποιεί την πρόθεσή του, που είναι παρουσιάζει όλα τα στοιχεία της φύσης να πολιορκούν την ανθρώπινη ψυχή και να την προκαλούν να απολαύσει την ομορφιά της άνοιξης, εγκαταλείποντας τον αγώνα.
Στιχ. 12-13 Η ιδέα του ποιητή-Το τραγικό δίλημμα των πολιορκημένων
Η ζωή που ξεχύνεται (χύνεται) και μιλάει(κρένει) με πληθωρικό τρόπο καλεί τους Μεσολογγίτες; να την απολαύσουν, εγκαταλείποντας τον αγώνα τους. Μάλιστα τώρα την άνοιξη η ζωή είναι χίλιες φορές πιο όμορφη και επομένως όποιος την εγκαταλείψει πεθαίνει χίλιες φορές! Η γλυκιά αυτή πρόκληση δημιουργεί δίλημμα στη ψυχή των πολιορκημένων ανάμεσα στην απόλαυση της ζωής και τον ηρωικό αγώνα. Προφανώς με την επιλογή τους και την ηρωική έξοδο τους, έδωσε αφορμήστον ποιητή να εκφράσει την ιδέα του: Η εσωτερική ελευθερία , παρά τη όποια πάλη, νικάει την όποια μορφή βίας(φυσικός εχθρός-Τούρκοι, βασανιστική ομορφιά της φύσης, επιθυμία για ζωή).
Γιατί «Ελεύθεροι πολιορκημένοι;»
Ο άνθρωπος ακόμη κι αν του στερήσουν τα πάντα, έχει κάτι απόλυτα δικό του: την ψυχή του και τη θέληση που ξεπηδάει απ΄ αυτήν. Όταν είναι δοσμένη σε κάτι υψηλό, καμιά εξωτερική βία δεν είναι ικανή να την υποδουλώσει. Όσο η ψυχή παλεύει γι αυτό, μένει ελεύθερη. Έτσι και οι Μεσολογγίτες αν και ήταν πραγματικά πολιορκημένοι,(και απ τους Τούρκους και από τη πείνα και από τον πόθο της ζωής) παρέμειναν ψυχικά-εσωτερικά ελεύθεροι. Γίνεται δούλος ο άνθρωπος όταν η ψυχή του αδειάζει και η θέληση του για αντίσταση ναρκώνεται.
Πηγές
Κείμενα νεοελληνική λογοτεχνίας Γ΄ γυμνασίου Μεταίχμιο
Γλωσσολογία και λογοτεχνία Γ. Μπαμπινιώτης
Κ.Ν.Λ. Βιβλίο καθηγητή Επιμέλεια Κ. Μπαλάσκας
Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2015
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)