Δ. Σολωμού, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι
Παράλληλα
κείμενα
Το έργο «Ελεύθεροι
Πολιορκημένοι» ποτέ δεν ολοκληρώθηκε και έφτασε σ' εμάς σε χειρόγραφα
«αποσπάσματα» συγκροτημένα σε τρία Σχεδιάσματα, που το καθένα τους αντιπροσωπεύει όχι
μονάχα διαφορετικό στάδιο επεξεργασίας αλλά και διαφορετική ποιητική αντίληψη.
Ακολουθούν δύο αποσπάσματα, το πρώτο από το Α΄ και το
δεύτερο από το Γ΄ Σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων του Δ. Σολωμού. Να τα
μελετήσετε και να τα συγκρίνετε με τα αποσπάσματα από το Β΄ Σχεδίασμα του
σχολικού βιβλίου.
Η σύγκριση
θα αφορά: 1. Το περιεχόμενο (πρόσωπα, φύση) και 2. τη μορφή (στιχουργική).
ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Α΄
1
Τότες
εταραχτήκανε τα σωθικά μου και έλεγα πως ήρθε ώρα να ξεψυχήσω· κι ευρέθηκα σε
σκοτεινό τόπο και βροντερό, που εσκιρτούσε σαν κλωνί στάρι στο μύλο που αλέθει
ογλήγορα, ωσάν το χόχλο στο νερό που αναβράζει· ετότες εκατάλαβα πως εκείνο
ήτανε το Μεσολόγγι· αλλά δεν έβλεπα μήτε το κάστρο, μήτε το στρατόπεδο, μήτε τη
λίμνη, μήτε τη θάλασσα, μήτε τη γη που επάτουνα, μήτε τον ουρανό· εκατασκέπαζε
όλα τα πάντα μαυρίλα και πίσσα, γιομάτη λάμψη, βροντή και αστροπελέκι· και
ύψωσα τα χέρια μου και τα μάτια μου να κάμω δέηση, και ιδού μες στην καπνίλα
μία μεγάλη γυναίκα με φόρεμα μαύρο σαν του λαγού το αίμα, όπου η
σπίθα έγγιζε κι εσβενότουνε· και με φωνή που μου εφαίνονταν πως νικάει την
ταραχή του πολέμου άρχισε:
«Το χάραμα
επήρα
Του Ήλιου το
δρόμο,
Κρεμώντας τη
λύρα
Τη δίκαιη
στον ώμο
Κι απ’ όπου
χαράζει
Ως όπου
βυθά,
Τα μάτια μου
δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι.»
2
Παράμερα στέκει
Παράμερα στέκει
Ο άντρας και
κλαίει·
Αργά το
τουφέκι
Σηκώνει και
λέει:
«Σε τούτο το
χέρι
Τι κάνεις
εσύ;
Ο εχθρός μου
το ξέρει
Πως μου
είσαι βαρύ.»
Της μάνας
ω λαύρα!
Τα τέκνα
τριγύρου
Φθαρμένα και
μαύρα
Σαν ίσκιους
ονείρου·
Λαλεί το
πουλάκι
Στου πόνου
τη γη
Και βρίσκει
σπυράκι
Και μάνα φθονεί
ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Γ΄
Ο Πειρασμός
Έστησ’ ο
Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,
Κι η φύσις
ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,
Και μες στη
σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους
Ανάκουστος κιλαϊδισμός
και λιποθυμισμένος.
Νερά καθάρια
και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
Χύνονται μες
στην άβυσσο τη μόσχοβολισμένη,
Και
παίρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους,
Κι ούλα στον
ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
Τρέχουν εδώ,
τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.
Έξ’
αναβρύζει κι η ζωή σ’ γη, σ’ ουρανό, σε κύμα.
Αλλά στης
λίμνης το νερό, π’ ακίνητο ‘ναι κι άσπρο,
Aκίνητ’ όπου
κι αν ιδείς, και κάτασπρ’ ως τον πάτο,
Mε μικρόν
ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα,
Που ‘χ’
ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.
Αλαφροΐσκιωτε καλέ,
για πες απόψε τι ‘δες·
Νύχτα
γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Χωρίς ποσώς
γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
Ουδ’ όσο κάν’
η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
Γύρου σε
κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,
Μονάχο
ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
Κι όμορφη
βγαίνει κορασιά2 ντυμένη με το φως το
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου