"Βράδυ''
Η
στιχουργική του ποιήματος
Το
ποίημα είναι γραμμένο σε αναπαιστικό μέτρο[1]. Ο
πρώτος και ο τρίτος στίχος κάθε στροφής έχουν από 14 συλλαβές, ενώ ο δεύτερος
και ο τέταρτος στοίχος έχουν από 7 συλλαβές. Η ομοιοκαταληξία είναι πλεκτή[2]. Πολύ
φροντισμένη στιχουργία, χωρίζεται σε τρεις τετράστιχες στροφές.
Ο
αφηγητής
Η οπτική
γωνία είναι αυτή του πρώτου προσώπου (αυτοδιηγητικός αφηγητής), όπως φαίνεται
και από την χρήση της αντωνυμίας «μου». Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το ότι
ο ποιητής-αφηγητής μάς εμπιστεύεται της πιο προσωπικές του σκέψεις, δίνει στο
ποίημα έναν τόνο εξομολογητικό.
Το
θέμα του ποιήματος είναι το βράδυ που πέφτει και βρίσκεται σε άμεση
συνάρτηση με την ψυχική του διάθεση.
Ο
συμβολισμός της λέξης «βράδυ» στο ποίημα
Η λέξη «βράδυ», αν και απαντά μία και μοναδική φορά στο τέλος του κείμενου, εντούτοις δίνει τον τίτλο στο ποίημα, γεγονός που φανερώνει ότι έχει τη μεγαλύτερη βαρύτητα στο νου του ποιητή. Συμβολίζει τη μελαγχολία, την απαισιοδοξία, την αίσθηση ότι η ζωή τελειώνει χωρίς να έχει κανένα ουσιαστικό νόημα. Τα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιεί ο ποιητής είναι οι μεταφορές, το ασύνδετο (δύο τελευταίοι στίχοι), ενώ τα αποσιωπητικά στο τέλος υποδηλώνουν τα ανολοκλήρωτα όνειρα του ποιητή μας.
ΟΙ
ΥΠΟΒΛΗΤΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ
Το
ποίημα, οι σκέψεις του ποιητή ξεδιπλώνονται μπροστά μας μέσα από μια σειρά
υποβλητικών εικόνων και μας κάνουν μέτοχους στα συναισθήματά του.
1. Η
πρώτη εικόνα (οπτικοακουστική) εξελίσσεται σε χώρο άγνωστο.
Αναφέρονται τα παιδιά που παίζουν ένα ανοιξιάτικο δειλινό και οι παιδικές τους
φωνές που φτάνουν στ’ αφτιά του ποιητή απομακρυσμένες. Η εικόνα αποδίδει
το συναίσθημα της απώλειας που το κάνει πιο έντονο η ώρα του δειλινού.
2. Η
δεύτερη εικόνα είναι το αεράκι που ψιθυρίζει λόγια χαϊδεύοντας τα πέταλα των
ρόδων. Η μελαγχολία είναι φανερή αφού φανερή είναι και η έλλειψη ανθρώπινης
παρουσίας.
3. Η
τρίτη εικόνα είναι το άδειο δωμάτιο του ποιητή με τα ανοιχτά παράθυρα. Κι εδώ
είναι φανερή η ανθρώπινη απουσία. Το άδειο δωμάτιο μπορεί να συμβολίζει την
άδεια ζωή του ποιητή, το αίσθημα του κενού και τη συναισθηματική του αποξένωση.
Ίσως, όμως, τα ανοιχτά παράθυρα να είναι μια προσπάθειά του –ασυνείδητη-να
δεχτεί το καινούριο, αλλά και να προσεγγίσει τον «άλλο», ίσως τα ανοιχτά
παράθυρα να κομίζουν μια ελπίδα…
4. Η
επόμενη εικόνα είναι το τρένο που έρχεται από μια άγνωστη χώρα. Το τρένο μας
παραπέμπει σε αποχωρισμούς που αφήνουν πίσω τους την πικρή αίσθηση της
απώλειας.
5. Η
πέμπτη εικόνα είναι οι καμπάνες που χτυπάνε και ο ήχος τους που σταδιακά
σβήνει.
6. Η
γενική εικόνα ,τέλος, είναι το σκοτάδι που πέφτει στην πόλη, στα πρόσωπα , στον
ουρανό.
Όλες οι
εικόνες του ποιήματος μας παραπέμπουν σε αισθήματα μελαγχολίας, μοναξιάς,
πικρίας, απώλειας, αποξένωσης…
Σύγκριση με το ποίημα του Ζυλ Λαφόργκ, «Μοιρολόι
φεγγαριού στην επαρχία»
Στο ποίημα το φεγγάρι, τελείως απομυθοποιημένο
γίνεται μάρτυρας του ψυχικού μαρτυρίου του ποιητή. Το όμορφο και χρυσό φεγγάρι
αλλά και οι χρυσές νύχτες δεν ακούνε
το παράπονο του ποιητή. Το φεγγάρι (χοντρό
πιθάρι και γριά με μπαμπάκια στ’ αυτιά),
μένει ψυχρό και ατάραχο ενώ αυτός αισθάνεται θανάσιμα μόνος. Όπως ακριβώς και
στο «Βράδυ» του Καρυωτάκη, όπου οι ομορφιές του εξωτερικού κόσμου δεν
καταφέρνουν να χαρίσουν μια νότα χαράς στον εσωτερικό του κόσμο και να παρηγορήσουν
τη θλίψη και τη μοναξιά του ποιητή.
Το αναπαιστικό μέτρο
αποτελείται από τρεις συλλαβές, από τις οποίες τονίζεται η τελευταία, ενώ οι
δυο πρώτες είναι άτονες (υυ_). (Τραγουδώντας το ρυθμικά ακούγεται κάπως έτσι: νανανά –
νανανά – νανανά)
[2]
πλεχτή : μέσα σ’ ένα τετράστιχο, ο πρώτος με τον τρίτο και ο
δεύτερος με τον τέταρτο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου