Δημοτικά τραγούδια της ξενιτιάς
Ο ξενιτεμός είναι πολύ παλιός πόνος για τον Έλληνα. Η άγονη
γη του, που τα λιγοστά αγαθά της δεν έφταναν να τον θρέψουν, αλλά και λόγοι
πολιτικοί και κοινωνικοί, πολλές φορές, από τα αρχαία χρόνια, τον ανάγκασαν να
ξενιτευτεί. Άνθρωποι από κάθε γωνιά της ελληνικής γης, στεριανοί και νησιώτες,
ποτάμι ασταμάτητο μέσα στους αιώνες, ξεκίνησαν με βαριά καρδιά για τα «έρημα τα
ξένα».
Τα περισσότερα από τα δημοτικά μας
τραγούδια της ξενιτιάς είναι από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Τότε πάλι οι
Έλληνες, κυνηγημένοι από τη φτώχεια και τους κατατρεγμούς του αλλόθρησκου
τυράννου, έπαιρναν το δύσκολο δρόμο του ξενιτεμού, με την άσβηστη ελπίδα να
γυρίσουν κάποτε στην πατρίδα τους και ν’ αναπαυτούν στα χώματά της.
Γι’ αυτό η αναχώρηση ήταν ένα μεγάλο θλιβερό
γεγονός. Όλοι οι συγγενείς μαζεύονταν στο γεύμα του αποχωρισμού. Βαρύς ήταν ο
πόνος αυτού που έφευγε, βαρύς κι ο πόνος αυτών που τον ξεπροβόδιζαν, και
ξεσπούσε σε τραγούδια λυπητερά. Από κείνη κιόλας τη μέρα του αποχαιρετισμού τα
συγγενικά πρόσωπα που μένουν στην πατρίδα, μ’ άλλα τραγούδια, λυπητερά κι
εκείνα, γεμάτα πάθος και συ-γκίνηση, θρηνούν το γιο, τον αδελφό, τον αγαπημένο
που ζει στα «μαύρα ξένα».
Ο ίδιος ο ξενιτεμένος περνά μαύρη ζωή. Η ξένη
χώρα όπου βρίσκεται είναι τόπος αφάνταστα μακρινός, γεμάτος δυστυχία και
βάσανα. Πολλοί κίνδυνοι τον παραμονεύουν, μοναξιά, αρρώστιες, θάνατος στα ξένα,
μάγισσες που του κόβουν το δρόμο του γυρισμού, πάνω απ’ όλα όμως κυριαρχεί μέσα
του η αβάσταχτη νοσταλγία για την πατρική γη και τ’ αγαπημένα πρόσωπα. Σπάνια
τύχη ο γυρισμός και μεγάλη χαρά.
Γύρω απ’ αυτά τα θέματα περιστρέφεται ο κύκλος
των δημοτικών μας τραγου-διών της ξενιτιάς. Γι’ αυτό είναι όλα μελαγχολικά και
θλιμμένα, μερικές φορές σπα- ραχτικά, σαν τα μοιρολόγια. Γιατί για το λαό μας: «Παρηγοριά
έχει ο θάνατος και λησμοσύνη ο Χάρος, μα ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν
έχει.»
Η ξενιτιά
Η ξενιτιά κι ο
χωρισμός, η πίκρα η αγάπη τα τέσσερα ζυγίστηκαν να ιδούν το ποιο βαραίνει.
Της ξενιτιάς βαρύτερο ’ν’ απ’ όλα τα
γκιντέρια
Χωρίζονται οι μάνες απ’ τα παιδιά και η
γης ανατρομάζει
χωρίζουν αδέλφια καρδιακά και δέντρα
ξεριζώνουν
Χωρίζουν τα αντρόγυνα τα πολυαγαπημένα
Στον τόπο που χωρίζονται χορτάρι δεν
φυτρώνει.
Ο ξενιτεμός
Τώρα Μαϊά,1 τώρα δροσιά, τώρα το καλοκαίρι,
τώρα κι ο ξένος βούλεται2 να πάγει στα δικά του.
Νύχτα σελώνει τ’ άλογον, νύχτα το καλιγώνει.3
Βάν’ ασημένια πέταλα, καρφιά μαλαματένια
Και χαλινάρι εύμορφον, όλον μαργαριτάρια.
Η κόρη που τον αγαπά, η κόρη που τον θέλει,
κηρί κρατεί και φέγγει του, ποτήρι και κιρνά
τον.
Κι όσα ποτήρια τον κυρνά, τόσες φορές τον λέγει:
-Πάρε μ’, αφέντη, αφέντη πάρε με, κι εμένα μετ’
εσένα.
Να μαγειρεύω να δειπνάς, να στρώνω να κοιμάσαι,
Να στρώνω και την κλίνην μου κοντά στην ειδικήν
σου.
-Εκεί που πάγω, κόρη μου, κοράσια δεν πηγαίνουν,
μον’ όλο άντρες πάνε κει, νέοι και παλικάρια.
-Για στόλισέ με φράγκικα, δωσ’ μου αντρίκια
ρούχα,
δωσ’ μου και άλογον γοργόν, με σέλαν χρυσωμένην,
και να τραβήξω σαν εσέ, να τρέξω σαν λεβέντης.
Πάρε μ’, αφέντη, πάρε με, κι εμένα μετ’ εσένα.
1. Μαϊά: Μάης 2. βούλεται: θέλει 3. καλιγώνω: πεταλώνω, του
βάζω πέταλα
17. Βαρέθηκα την ξενιτιά
Βαρέθηκα την ξενιτιά
βαρέθηκα τα ξένα
θέλω να πάω στον τόπο μου
να πάω στο χωριό μου
θέλω νιρό απ’ τη βρύση μου
και μήλα απ’ τη μηλιά μου
θέλω και μοσχοστάφυλο
απ’ την κληματαριά μου.
Μοιρολόι Ηπείρου,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου