Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2016


Παράλληλο Κείμενο:  Ανδρέας Καρκαβίτσας, "Η θάλασσα", Λόγια της πλώρης (1899), (απόσπασμα)
 Ο πατέρας μου - μύρο το κύμα που τον τύλιξε - δεν είχε σκοπό να με κάμει ναυτικό.
    - Μακριά, έλεγε, μακριά, παιδί μου, απ’ τ’ άτιμο στοιχειό! Δεν έχει πίστη, δεν έχει έλεος. Λάτρεψέ την όσο θες, δόξασε την· εκείνη το σκοπό της. Μην κοιτάς που χαμογελά, που σου τάζει θησαυρούς. Αργά γρήγορα θα σου σκάψη το λάκκο ή θα σε ρίξη πετσί και κόκαλο, άχρηστο στον κόσμο. Είπες θάλασσα, είπες γυναίκα, το ίδιο κάνει.
    Και τα έλεγε αυτά άνθρωπος που έφαγε τη ζωή του στο καράβι, που ο πατέρας, ο πάππος, ο πρόπαππος, όλοι ως τη ρίζα της γενιάς ξεψύχησαν στο παλαμάρι. Μα δεν τα έλεγε μόνον αυτός, αλλά κι οι άλλοι γέροντες του νησιού, οι απόμαχοι των αρμένων τώρα, και οι νιώτεροι, που είχαν ακόμη τους κάλλους στα χέρια, όταν κάθιζαν στον καφενέ να ρουφήξουν τον ναργιλέ, κουνούσαν το κεφάλι και στενάζοντας έλεγαν:
    - Η θάλασσα δεν έχει πια ψωμί. Ας είχα ένα κλήμα στη στεριά και μαύρη πέτρα να ρίξω πίσω μου.
    Η αλήθεια είναι πως πολλοί τους όχι κλήμα, άλλα νησί ολάκερο μπορούσαν ν’ αποχτήσουν με τα χρήματα τους. Μα όλα τα έριχναν στη θάλασσα. Παράβγαιναν ποιος να χτίση μεγαλύτερο καράβι· ποιος να πρωτογίνη καπετάνιος. Και γω που άκουα συχνά τα λόγια τους και τα έβλεπα τόσο ασύμφωνα με τα έργα τους δε μπορούσα να λύσω το μυστήριο. Κάτι, έλεγα, θεϊκό ερχόταν κι έσερνε όλες εκείνες τις ψυχές και τις γκρέμιζε άβουλες στα πέλαγα, όπως ο τρελοβοριάς τα στειρολίθαρα.
    Αλλά το ίδιο κάτι μ’ έσπρωχνε και μένα εκεί. Από μικρός την αγαπούσα τη θάλασσα. Τα πρώτα βήματα μου να ειπής, στο νερό τα έκαμα. Το πρώτο μου παιχνίδι ήταν ένα κουτί από λουμίνια μ’ ένα ξυλάκι ορθό στη μέση για κατάρτι, με δυο κλωστές για παλαμάρια, ένα φύλλο χαρτί για πανάκι και με την πύρινη φαντασία μου που το έκανε μπάρκο τρικούβερτο. Πήγα και το έριξα στη θάλασσα με καρδιοχτύπι. Αν θέλεις, ήμουν και γω εκεί μέσα. Μόλις όμως το απίθωσα, και βούλιαξε στον πάτο. Μα δεν άργησα να κάμω άλλο μεγαλύτερο από σανίδια. Ο ταρσανάς για τούτο ήταν στο λιμανάκι του Αϊ-Νικόλα. Το έριξα στη θάλασσα και τ’ ακολούθησα κολυμπώντας ως την εμπατή του λιμανιού που το πήρε το ρέμα μακριά. Αργότερα έγινα πρώτος στο κουπί, στο κολύμπι πρώτος, τα λέπια μου έλειπαν.
    - Μωρέ γεια σου, και συ θα μας ντροπιάσεις όλους, έλεγαν οι γεροναύτες, όταν μ’ έβλεπαν να τσαλαβουτώ σαν δέλφινας.
    Εγώ καμάρωνα και πίστευα να δείξω προφητικά τα λόγια τους. Τα βιβλία - πήγαινα στο Σχολαρχείο θυμούμαι - τα έκλεισα για πάντα. Τίποτα δεν έβρισκα μέσα να συμφωνή με τον πόθο μου. Ενώ εκείνα που είχα γύρω μου, ψυχωμένα κι άψυχα, μού έλεγαν μύρια. Οι ναύτες με τα ηλιοκαμένα τους πρόσωπα και τα φανταχτερά τους ρούχα· οι γέροντες με τα διηγήματά τους· τα ξύλα με τη χτυπητή κορμοστασιά, οι λυγερές με τα τραγούδια τους:
Όμορφος που ’ναι ο γεμιτζής, όταν βραχεί κι αλλάξει
και βάλει τ’ άσπρα ρούχα του και στο τιμόνι κάτσει.
    Το άκουα από την κούνια μου κι έλεγα πως ήταν φωνή του νησιού μας, που παρακινούσε τους άντρες στη θαλασσινή ζωή. Έλεγα πότε και γω να γίνω γεμιτζής και να κάτσω θαλασσοβρεμένος στο τιμόνι. Θα γινόμουν όμορφος τότε, παλλήκαρος σωστός, θα με καμάρωνε το νησί, θα με αγαπούσαν τα κορίτσια! Ναι· την αγαπούσα τη θάλασσα! Την έβλεπα ν’ απλώνεται απ’ τ’ ακρωτήρι ως πέρα, πέρα μακριά, να χάνεται στα ουρανοθέμελα σαν ζαφειρένια πλάκα στρωτή, βουβή και πάσχιζα να μάθω το μυστικό της. Την έβλεπα, οργισμένη άλλοτε, να δέρνει με αφρούς τ’ ακρογιάλι, να καβαλικεύη τα χάλαρα, να σκαλώνη στις σπηλιές, να βροντά και να ηχάη, λες και ζητούσε να φτάση στην καρδιά της Γης για να σβήση τις φωτιές της. Κι έτρεχα μεθυσμένος να παίξω μαζί της, να τη θυμώσω, να την αναγκάσω να με κυνηγήση, να νιώσω τον αφρό της απάνω μου, όπως πειράζουμε αλυσοδεμένα τ’ αγρίμια. Και όταν έβλεπα καράβι να σηκώνη την άγκυρα, να βγαίνη από το λιμάνι και ν’ αρμενίζη στ’ ανοιχτά· όταν άκουα τις φωνές των ναυτών που γύριζαν τον αργάτη και τα καταβοδώματα των γυναικών, η ψυχή μου πετούσε θλιβερό πουλάκι απάνω του. Τα σταχτόμαυρα πανιά, τα ολοφούσκωτα· τα σχοινιά τα κοντυλογραμμένα· τα πόμολα που άφηναν φωτεινή γραμμή ψηλά μ’ έκραζαν να πάω μαζί τους, μου έταζαν άλλους τόπους, ανθρώπους άλλους, πλούτη, χαρές, φιλιά. Και νυχτόημερα η ψυχή μου κατάντησε άλλον πόθο να μην έχη παρά το ταξίδι. Ακόμη και την ώρα που ερχόταν πικρό χαμπέρι στο νησί και ο πνιγμός πλάκωνε τις ψυχές όλων και χυνόταν βουβή η θλίψη από τα ζαρωμένα μέτωπα ως τ’ άψυχα λιθάρια της ακρογιαλιάς· όταν έβλεπα τα ορφανοπαίδια στους δρόμους και τις γυναίκες μαυροφόρες, απαρηγόρητες τις αρραβωνιαστικιές· όταν άκουγα να διηγούνται ναυαγοί το μαρτύριο τους, πείσμα μ’ έπιανε που δεν ήμουν και γω μέσα· πείσμα και σύγκρυο μαζί.
    Δεν κρατήθηκα περισσότερο. Έλειπε ο πατέρας με τη σκούνα στο ταξίδι. Μίσευε κι ο καπετάν Καλιγέρης, ο θείος μου, για τη Μαύρη θάλασσα. Του έπεσα στο λαιμό· τον παρακάλεσε κι η μάννα μου από φόβο μην αρρωστήσω· με πήρε μαζί του.
    - Θα σε πάρω, μου λέει, μα θα δουλέψεις· το καράβι θέλει δουλειά. Δεν είναι ψαρότρατα να ’χεις φαΐ και ύπνο.
    Τον φοβόμουνα πάντα το θείο μου. Ήταν άγριος και κακός σε μένα, όπως και στους ναύτες του. Κάλλιο σκλάβος στ’ Αλιτζέρι — παρά με τον Καλιγέρη, έλεγαν για να δείξουν την απονιά του. Ό,τι παστό παλιοκρέατο, μουχλιασμένος μπακαλάος, αλεύρι πικρό, σκουληκιασμένη γαλέτα, τυρί - τεμπεσίρι, στην αποθήκη του Καλιγέρη βρισκότανε. Κι ο λόγος του πάντα προσταγή, αγριοβλαστήμια και βρισίδι. Μόνον απελπισμένοι πήγαιναν στη δούλεψη του. Μα ο μαγνήτης που έσερνε την ψυχή μου έκανε να τα λησμονήσω όλα. Να πατήσω μια στην κουβέρτα, έλεγα, και δουλειά όση θες.
    Αληθινά ρίχτηκα στη δουλειά με τα μούτρα. Έκαμα παιχνίδι τις ανεμόσκαλες. Όσο ψηλότερα η δουλειά, τόσο πρόθυμος εγώ. Μπορεί ο θείος μου να ήθελε να παιδευτώ από την αρχή για να μετανιώσω. Από την πλύση της κουβέρτας στο ξύσιμο· από το ράψιμο των πανιών στων σχοινιών το πλέξιμο· από το λύσιμο των αρμένων στο δέσιμο. Τώρα στην τρόμπα· τώρα στον αργάτη· φόρτωμα - ξεφόρτωμα, καλαφάτισμα, χρωμάτισμα, πρώτος εγώ. Πρώτος; Πρώτος· τι μ’ έμελλε; Μου έφτανε πως ανέβαινα ψηλά στη σταύρωση κι έβλεπα κάτω τη θάλασσα να σχίζεται και να πισωδρομεί υποταχτική μου. Τον άλλον κόσμο, τους στεριανούς, με θλίψη τους έβλεπα.
    - Ψε!...  έλεγα   με  περιφρόνηση.   Ζούνε   τάχα   κι   εκείνοι!...

Κ. ΘΕΟΤΟΚΗ, Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΓΡΑΦΟΥ

Κωνσταντίνος Θεοτόκης (1872 – 1923)
η ζωή
Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης γεννήθηκε στην Κέρκυρα και καταγόταν από αριστοκρατική και καλλιεργημένη οικογένεια. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στο ≪Εκπαιδευτήριο Καποδίστριας≫. Το 1889 πήγε στο Παρίσι, όπου έκανε σπουδές φιλολογίας, μαθηματικών και φιλοσοφίας για τρία χρόνια. Το 1907 έμεινε για δύο χρόνια στη Γερμανία, όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας. Ως θερμός πατριώτης έλαβε μέρος εθελοντικά στην κρητική Επανάσταση του 1896 και στον πόλεμο του 1897. Έπειτα, μαζί με τη γυναίκα του, που ήταν βαρόνη, εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα. Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης αγωνίστηκε για την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας, ασπάστηκε τις σοσιαλιστικές ιδέες και άσκησε έντονη κριτική στην αστική κοινωνία. Πέθανε στην Κέρκυρα το 1923, ύστερα από μάχη που έδωσε για αρκετούς μήνες με τον καρκίνο.
Το έργο
Ύστερα από παραμονή δυο χρόνων στη Γερμανία γυρίζει στην Ελλάδα, το 1909, αποφασισμένος να αφιερωθεί στην πολιτική του τόπου του. Από τότε αρχίζει να δημοσιεύει τα πιο σπουδαία έργα του. Η τιμή και το χρήμα (1912, στον Νουμά), Κατάδικος (1919), Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα (1920), Οι σκλάβοι στα δεσμά τους (1922), του οποίου η συγγραφή, με το χαρακτηριστικό ιδεολογικό του περιεχόμενο, φαίνεται να τον απασχόλησε επί μακρά σειρά ετών. Τα περισσότερα έργα του Θεοτόκη έχουν κοινωνική κατεύθυνση, κλείνουν δηλαδή ένα κήρυγμα· τούτο όμως δεν ελαττώνει την λογοτεχνική τους αξία, που είναι σημαντική: δεν πρόκειται για μια κατασκευή που πάει να αποδείξει κάτι, αλλά είναι λογοτεχνικές επιτεύξεις ενός συγγραφέα, που έχει πεποιθήσεις κοινωνικές και τις εκφράζει μέσα από τον μύθο του. Στα τελευταία του έργα, το ταλέντο του έχει καλλιεργηθεί στην πληρότητά του· διάλογος, περιγραφή, ψυχολογία, γλωσσικό όργανο, όλα συντελούν στη διαμόρφωση δυνατών και συναρπαστικών πεζογραφημάτων.
[Κ.Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας, Εκδόσεις «Γνώση», Αθήνα 2000 (9η έκδ.), 556-557.]

Έργα:
Διηγήματα: Κορφιάτικες ιστορίες
νουβέλες: Η τιμή και το Χρήμα (1914), Κατάδικος (1919) – Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα (1920)
Μυθιστορήματα: Οι σκλάβοι στα δεσμά τους (1922)
Μεταφράσεις: Μετέφρασε αποσπάσματα από έργο της αρχαίας ινδικής λογοτεχνίας, έργα αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων, έργα Ευρωπαίων λογοτεχνών.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Το διήγημα, αν και ημιτελές, αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα της γραφής του Κ. Θεοτόκη:
1. παρουσιάζονται με ρεαλισμό τα ήθη και τα πάθη της εποχής του πεζογράφου,
 2.  εμφανής είναι ο έντονος κοινωνικός του προβληματισμός και
3.  ψυχογραφεί με ακρίβεια τους ήρωές του και
γενικά προβάλλει μια εικόνα της κοινωνίας της εποχής του.
Στο κείμενο ο συγγραφέας μεταφέρει τον τρόπο λειτουργίας του κλειστού κοινωνικού συστήματος της εποχής και προβάλλει τη σημασία της μεταβίβασης της πατροπαράδοτης τέχνης από τον πατέρα στο γιο σύμφωνα με την οικογενειακή παράδοση, η οποία αντιτίθεται στις επιθυμίες του παιδιού, που αδυνατεί να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του πατέρα του εξαιτίας της έλλειψης καλλιτεχνικής κλίσης και της αγάπης του για την ελεύθερη κοινωνική ζωή κοντά στη φύση.
Xαρακτηρισμός προσώπων
Σε ολόκληρο το διήγημα αναδεικνύεται η μεγάλη σημασία της μετάδοσης της πατροπαράδοτης τέχνης από τον πατέρα στο γιο, σύμφωνα με την οικογενειακή παράδοση. Αρχικά, απεικονίζεται ένα στιγμιότυπο της κοινής ζωής και εργασίας δύο διηγηματικών ηρώων, κατά τη διάρκεια του οποίου ο πατέρας επιδιώκει να μυήσει με κάθε τρόπο το γιο του στην τέχνη του αγιογράφου (φοβέρα, ψυχολογική πίεση, φιλοτιμία, συναίσθημα, λογική, ενθάρρυνση, υποσχέσεις), ενώ αρνείται να αποδεχθεί την πιθανότητα να μη συνεχίσει το παιδί την αγιογραφία.
Το παιδί, όμως, αδυνατεί να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του πατέρα. Όμως, ως υπάκουος και υποτακτικός γιος, που σέβεται τον πατέρα του, δεν εκδηλώνει έμπρακτα την αντίδρασή του, αλά εκτελεί απρόθυμα τις εντολές του, και ανταποκρίνεται μηχανικά και ανόρεκτα στην εργασία του κάτω από μεγάλη ψυχολογική πίεση. Ο νέος δε συμμερίζεται τις ιδέες του πατέρα του, δεν πείθεται από τα επιχειρήματα ή τις απειλές του, αλλά αναζητά νοερά διαφυγές στον ανοιχτό αέρα και τις κοινωνικές συναναστροφές των συνομηλίκων του. Την ψυχολογική πίεση που υφίσταται, την αποστροφή του προς το επάγγελμα του αγιογράφου και την επιθυμία του για μια ελεύθερη κοινωνική ζωή κοντά στη φύση φανερώνει το έντονο συναίσθημα χαράς που αισθάνεται, όταν μετά από υπόδειξη του πατέρα του ≪δραπετεύει≫ από την κλειστή ατμόσφαιρα του δωματίου. (≪Ο νέος δεν αποκρίθηκε, μα η χαρά εζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του, βιαστικά εκατέβηκε τη σκάλα του σπιτιού και ευρέθηκε όξω≫).

«Ο νέος αναστέναξε...», ( «Το χέρι του όμως εργαζόταν μηχανικά, αλλού ήταν ο νους του... Κι ως τόσο το χέρι του επηγαινοερχόταν οκνά οκνά απάνω στην πλάκα αλέθοντας το χρώμα» Ο αφηγητής σκιαγραφεί τους χαρακτήρες και περιγράφει ένα στιγμιότυπο της κοινής ζωής και εργασίας τους. Ταυτόχρονα με την περιγραφή εκθέτει τις εσωτερικές σκέψεις του γιου με τις οποίες ο αναγνώστης κατανοεί τα συναισθήματα που κυριαρχούν στη ψυχή του νέου. Τα συναισθήματα λύπης, ανίας και καταπίεσης, που καταλαμβάνουν το νέο κατά τη διάρκεια της ενασχόλησής του με την αγιογραφία είναι έκδηλα σε όλο το διήγημα
Γλώσσα
Ο Θεοτόκης γράφει σε μια άμεση, φυσική και ζωντανή καθημερινή γλώσσα, εμπλουτισμένη με τύπους και λέξεις του κερκυραϊκού ιδιώματος. Το έντονα χρωματισμένο ιδιωματικό λεκτικό
οδηγεί στην αληθοφάνεια της περιγραφής και μεταφέρει τον αναγνώστη στην εποχή, στην οποία διαδραματίζονται τα γεγονότα. Η δημοτική του απλού λαού που χρησιμοποιείται χαρίζει στο κείμενο ύφος φυσικό ενώ τα λίγα σχήματα λόγου καθιστούν την έκφραση του έργου λιτή. Σε όλη  την αφήγηση και στα διαλογικά μέρη η γλώσσα συνειδητά και επίμονα είναι κερκυραϊκή, ακολουθώντας τη φιλοσοφία του συνόλου του συγγραφικού του έργου και ζωντανεύοντας έτσι το κείμενο.
Ύφος / Mορφή
Το ύφος χαρακτηρίζεται πυκνό, ζωντανό, παραστατικό, δραματικό. Ο διάλογος προσδίδει στο ημιτελές έργο αμεσότητα και ζωντάνια, ενώ ο εσωτερικός μονόλογος του νέου δημιουργεί και μεταφέρει έντονα συναισθήματα, καθώς εκφράζει τη μεγάλη ψυχολογική πίεση του παιδιού, αλλά και την αγάπη του για την ελεύθερη κοινωνική ζωή κοντά στη φύση.
Εκφραστικά μέσα
Μεταφορές: ≪Το χέρι μου δεν ακούει και δεν κάνει ό,τι του προστάζω≫, ≪κι έμεινα στο μισό δρόμο≫, ≪ενώ εκείνος ήταν σκλαβωμένος όλμέρα στους τέσσερους πύργους≫, ≪σκλαβωμένος στην αυστηρή θέληση του πατέρα≫, ≪να πάρεις λίγον αέρα≫, ≪η χαρά ζωγραφίστηκε στο πρό-
σωπό του≫,.
Παρομοιώσεις: ≪σα σκοτισμένος από την πολύωρη κλεισούρα≫.
Προσωποποιήσεις: ≪λες και τα ζωγραφίσματά του εμιλούσαν≫.
Εικόνες: η εικόνα του ζωγράφου, η εικόνα των χρωμάτων που χρησιμοποιεί ο αγιογράφος, η εικόνα της ελεύθερης αγροτικής ζωής στην οποία μεταφέρεται νοερά ο νέος.

1. Περιγράψτε τη σχέση που έχει ο πατέρας με το γιο στο διήγημα.
2. Να χαρακτηρίσετε τον πατέρα του διηγήματος.
3. Να αντικαταστήσετε την τριτοπρόσωπη αφήγηση στο διήγημα του Θεοτόκη «Η τέχνη του αγιογράφου» με αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο (προφ.)

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά

της Άννας Σφακιανάκη, φιλολόγου 12/5/2013
ΘΕΜΑ: Η γνωριμία του αφηγητή με τον Αλέξη  Ζορμπά και η ανάδειξη της συναισθηματικής  σχέσης του  Ζορμπά με το σαντούρι του

ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΟΣ:Ο αφηγητής συνάντησε το Ζορμπά σε ένα καφενεδάκι στον Πειραιά όπου περίμενε να ξημερώσει για να πάρει το καράβι για την Κρήτη. Τον είδε να κοιτάζει από το τζάμι της πόρτας να μπαίνει μέσα και χωρίς ενδοιασμούς να πλησιάζει και να του ζητά να τον πάρει μαζί του. Ο αφηγητής ξαφνιάστηκε από την ευθύτητα της συμπεριφοράς του και άνοιξε κουβέντα μαζί του. Ο Ζορμπάς  του αποκάλυψε ότι κάνει όλες τις δουλειές, ότι έδειρε το αφεντικό του. Ο αφηγητής τον ρώτησε τι έχει στο μπόγο και με έκπληξη έμαθε ότι κουβαλούσε ένα σαντούρι. Το σαντούρι το απέκτησε όταν ήταν είκοσι χρονών, πήγε σε ένα δάσκαλο στη Θεσσαλονίκη και έμαθε να παίζει. Μίλησε για την οικογενειακή του ζωή, τις σκοτούρες του γάμου του. Ο αφηγητής  ακούγοντας την ιστορία του Ζορμπά βεβαιώθηκε ότι αυτόν τον άνθρωπο ζητούσε από καιρό.
ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ:
1η ενότητα(Τον πρωτογνώρισα …Ξημέρωνε.): Η συνάντηση στο καφενείο του λιμανιού.
2η ενότητα(Ό,τι απ` όλα… του Παναΐτ  Ιστράτη):Η γνωριμία του αφηγητή με το Ζορμπά.
3η ενότητα(-Και τι έχεις στον μπόγο;… μη μας κρυώσει):Η αποκάλυψη της συναισθηματικής σχέσης του Ζορμπά με το σαντούρι του.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ –ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ του Αλέξη Ζορμπά:
Γενική εικόνα :πολύ ψηλός και αδύνατος ( Τηλέγραφος),μαντράχαλος κοκαλιάρης
Μάτια: περγελαστικά, θλιμμένα, ανήσυχα, όλο φλόγα το μάτι του ήταν καρφωμένο πάνω μου μικρό, στρογγυλό κατάμαυρο με κόκκινες  φλεβίτσες..
Χαρακτηριστικά  προσώπου: βουλιαγμένα μάγουλα, χοντρή μασέλα, ψαρά κατσαρωμένα μαλλιά ,πρόσωπο γεμάτο ζάρες, σκαλισμένο, σαρακοφαγωμένο
Χαρακτηριστικά προσωπικότητας: ευθύτητα, αφοπλιστική ειλικρίνεια (Έτσι μου κάπνισε ,βρε αδελφέ) διάθεση για αστεία και αυτοσαρκαστικά σχόλια(μακρύς μακρύς καλόγερος..)
Πολυταξιδεμένος  Σεβάχ  Θαλασσινός
Παρορμητικός, επιθετικός(τον σπάζω στο ξύλο)
Φιλήδονος και μερακλής, δείχνει ότι του αρέσουν οι απολαύσεις.
Απαλλαγμένος από τις συμβάσεις της λογικής(Πολλά φρόνιμος μου φαίνεσαι, είπε, και να με συμπαθάς)

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ του Αφηγητή :
Στον αφηγητή του ο Νίκος Καζαντζάκης αποδίδει πολλά αυτοβιογραφικά και βιωματικά στοιχεία  και άλλα που είναι αποτέλεσμα μυθοπλασίας.
Άνθρωπος του πνεύματος(έκλεισα το Ντάντε),στοχαστικός, συνετός, εξετάζει όλες τις λεπτομέρειες πριν αντιδράσει όπως φαίνεται από τα σχόλια του Ζορμπά(Πολλά φρόνιμος μου φαίνεσαι, Ζυγιάζεις με το δράμι, ε;),καταδεκτικός και ευγενικός απέναντι  στον άγνωστο λαϊκό τύπο που έχει μπροστά του, τον κερνάει(παίρνεις ένα φασκόμηλο;).Αναζητά τα κίνητρα της ανθρώπινης συμπεριφοράς(είχα διαβάσει πολλούς ορισμούς για το νου του ανθρώπου).Η παιδεία του αφηγητή και οι ευγενικοί του τρόποι έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τον αυθορμητισμό του λαϊκού τύπου που ενσαρκώνει ο Ζορμπάς. (Περιγραφή για τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του αφηγητή δεν έχουμε.)


ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ
Α. Περιγραφή τόπου-σκηνικό: κόντευε να ξημερώσει, έβρεχε, φυσούσε σοροκάδα, μύριζε ανθρώπινη βόχα και φασκόμηλο, κρύο, παχνισμένα τζάμια. Πέντ´ έξι θαλασσινοί ξενυχτισμένοι… έπιναν καφέδες, οι ψαράδες περίμεναν…
      Περιγραφή Ζορμπά: πολύ ψηλός και αδύνατος , μαντράχαλος κοκαλιάρης , μάτια περγελαστικά, θλιμμένα, ανήσυχα, όλο φλόγα, το μάτι του ήταν καρφωμένο πάνω μου μικρό, στρογγυλό κατάμαυρο με κόκκινες  φλεβίτσες…
 βουλιαγμένα μάγουλα, χοντρή μασέλα ,ψαρά κατσαρωμένα μαλλιά ,πρόσωπο γεμάτο ζάρες, σκαλισμένο, σαρακοφαγωμένο
Β. Αφήγηση -Διάλογος:Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο (τον πρωτογνώρισα, έβαλα τα γέλια) από ένα ομοδιηγητικό αφηγητή που «βλέπει»  και σχολιάζει, δραματοποιημένο(συμμετέχει στα γεγονότα που αφηγείται) και η εστίαση είναι εσωτερική (Αφηγητής=Πρόσωπα).

ΤΑΞΗ-ΣΕΙΡΑ: ομαλή γραμμική (ab ovo),τα γεγονότα παρουσιάζονται με τη σειρά που γίνονται μέσα στην σκηνοθεσία του παρόντος . Μέσα, όμως, από τις απαντήσεις του Ζορμπά  οδηγούμαστε σε παλιότερες χρονικές βαθμίδες(αναδρομικές αφηγήσεις).
1η αναδρομική αφήγηση.  Όταν παίρνει το λόγο ο Ζορμπάς για να απαντήσει στην ερώτηση <<πού δούλευες τώρα τελευταία;>> αφηγείται το περιστατικό του ξυλοδαρμού του αφεντικού του που έχει συμβεί σε προγενέστερη χρονική βαθμίδα (το περασμένο Σαββατοκύριακο)
2η αναδρομική αφήγηση.  Στην ερώτηση<< πώς έμαθες σαντούρι ;>> ο Ζορμπάς μας πηγαίνει στα 20 του χρόνια και αφηγείται το γεγονός που τον έκανε να μάθει σαντούρι και τη γνωριμία με το δάσκαλο του σαντουριού. Μέσα στην αφήγηση εγκλωβίζεται ο διάλογος του Ζορμπά με τον πατέρα του αλλά και με τον Τούρκο δάσκαλό του. Το αποτέλεσμα της τεχνικής αυτής είναι η ζωντάνια , η παραστατικότητα και η αληθοφάνεια. Ο Ζορμπάς  συχνά κάνει αυτοσαρκαστικά σχόλια όταν μιλά για τις παρελθοντικές του επιλογές(<<ήθελα παντριγιά ο ερίφης>>)
3η αναδρομική αφήγηση. Στην ερώτηση <<παντρεύτηκες;>> ο Ζορμπάς μας μιλά και σχολιάζει τις προσωπικές του επιλογές για τη δημιουργία οικογένειας(<<Άνθρωπος πάει να πει στραβός>>) και την κατρακύλα του.
Ο συγγραφέας, στο απόσπασμα του σχολικού βιβλίου βάζει τον πρωτοπρόσωπο  αφηγητή του να κάνει διάλογο με το Ζορμπά και παράλληλα να σχολιάζει την εμφάνιση και τη συμπεριφορά του συνομιλητή του(<<φιλήδονος, συλλογίστηκα, μερακλής…>>)Ο διάλογος προσθέτει παραστατικότητα,ποικιλία και θεατρικότητα .Μέσα στο διάλογο δίνονται τα εξωγλωσσικά και τα παραγλωσσικάστοιχεία της ομιλίας(Ο σύντροφός μου σήκωσε τους ώμους,γέλασε)
Επίσης, διακρίνουμε και μια πρόδρομη αφήγηση(αναφέρεται σε μεταγενέστερη χρονική βαθμίδα) εκεί όπου λέει ο αφηγητής <<Δε θα ´ταν άσκημο να τον πάρω μαζί μου στο μακρινό ακρογιάλι. Σούπες, γέλια, κουβέντες…>>, (αυτό είναι προσήμανση για όλα όσα θα ζήσουν στην Κρήτη οι δυο άντρες)
Οι ρηματικοί χρόνοι είναι ιστορικοί(αόριστος: τον πρωτογνώρισα),παρατατικός(φυσούσε),υπερσυντέλικος(είχαν βρει).


Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ  ΖΟΡΜΠΑ ΜΕ ΤΟ ΣΑΝΤΟΥΡΙ ΤΟΥ:
Από τη στιγμή που το πρωτοάκουσε στα είκοσί του χρόνια, πιάστηκε η αναπνοή του ,δεν μπορούσε να φάει, τσακώθηκε με τον πατέρα του που αντιδρούσε, ξόδεψε τα λιγοστά παραδάκια του και αγόρασε ένα σαντούρι. Πήγε στη Θεσσαλονίκη,  βρήκε δάσκαλο, έκατσε μαζί του ένα χρόνο και έμαθε να παίζει. Όταν έχει στενοχώριες, ή τον ζορίζει η φτώχεια παίζει σαντούρι και αλαφρώνει. Όταν έκανε οικογένεια τα βάσανα δεν τον άφηναν να εκφραστεί γιατί το σαντούρι θέλει καλή καρδιά, αφοσίωση, αυτοσυγκέντρωση.
Όταν αργότερα άνοιξε το σακούλι έβγαλε ένα μαγληνό  σαντούρι, τα δάχτυλά του το χάιδεψαν τρυφερά  σα να χάιδευαν γυναίκα και το τύλιξε όπως τυλίγουμε αγαπημένο σώμα μη μας κρυώσει.

Η ΓΛΩΣΣΑ του κειμένου:
Καλοδουλεμένη, αποδίδει με ζωντανό και παραστατικό τρόπο τις γλωσσικές επιλογές (ιδιόλεκτοι)των προσώπων. Όταν αφηγείται, περιγράφει ή σχολιάζει ο στοχαστικός αφηγητής το επίπεδο του ύφους είναι υψηλότερο σε σύγκριση με την προφορικότητα  του ύφους του Ζορμπά. Για παράδειγμα:Τα ψάρια παραζαλισμένα από τα χτυπήματα της φουρτούνας, είχαν βρει καταφύγι χαμηλά στα ήσυχα νερά…,είχα διαβάσει πολλούς ορισμούς του νου του ανθρώπου…

Ο Ζορμπάς παραδέχεται: Με λένε και Τηλέγραφο, για να με πειράξουν που μαι  μακρύς μακρύς καλόγερος και πίτα η κεφαλή μου και από της μυλωνούς τον πισινό ζητάς ορθογραφία, λαϊκές εκφράσεις που δείχνουν τη λαϊκή αφετηρία του Αλέξη Ζορμπά.
Στο απόσπασμα συναντάμε ιδιωτισμούς(να παν οι  πίκρες κάτω, μου κάπνισε)                  (  ιδιωτισμός: έκφραση με ιδιαίτερη σημασία ή σύνταξη που λέγεται σε μια γλώσσα, π.χ. «μαλλιά κουβάρια», «φωτιά και λάβρα», «άρον άρον»: Λαϊκοί / λόγιοι ιδιωτισμοί. Οι ιδιωτισμοί είναι στοιχεία εκφραστικά και αναντικατάστατα, που πλουτίζουν την κοινή γλώσσα. (διαφορετικό από το ιδιωματισμός).
Αίνιγμα (μακρύς  μακρύς καλόγερος και πίτα η κεφαλή μου)  (αίνιγμα :η αναφορά των ιδιοτήτων και των γνωρισμάτων ενός αντικείμενου, χωρίς ν' αναφέρεται το ίδιο το αντικείμενο. Η περιγραφή είναι τέτοια, ώστε οδηγεί τον ακροατή ή τον αναγνώστη στην ανακάλυψη του αντικείμενου.)
Την παροιμιακή φράση: Από της μυλωνούς τον πισινό ζητάς ορθογραφία            (παροιμιακές είναι οι φράσεις που κρύβουν διάφορες αλήθειες σχετικές με την κοινωνική, τη θρησκευτική, την πολιτική κτλ. ζωή του ανθρώπου)
Λογοτεχνικά σχήματα: μεταφορές: στο πρόσωπο του νερού, μάτια που σπίθιζαν,
 σχήμα κύκλου: Όλες τις δουλειές…. όλες,
ασύνδετο: βουλιαγμένα μάγουλα, χοντρή μασέλα, εξογκωμένα ζυγωματικά…
αντίθεση: κάτεχαν να δουλεύουν τον κασμά και το σαντούρι
παρομοίωση: σα να ´γδυναν γυναίκα
μετωνυμία: έκλεισα το Ντάντε

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Νίκου Καζαντζάκη
Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης και σπούδασε Νομικά στην Αθήνα και στο Παρίσι, αλλά γρήγορα αφοσιώθηκε στη φιλοσοφία και στη λογοτεχνία. Πνεύμα εξαιρετικά ανήσυχο, με μεγάλη αφομοιωτική και δημιουργική ικανότητα και άνθρωπος με σπάνια εργατικότητα, ταξίδεψε παντού, έμαθε πολλές ξένες γλώσσες και άφησε σημαντικό έργο, που απλώνεται σε ποικίλους τομείς. Στην επιστημονική μελέτη ανήκει η εργασία του για το Νίτσε. Στη φιλοσοφία, η Ασκητική (Salvatores Dei, 1927), κείμενο που εκφράζει τη μεταφυσική πίστη του συγγραφέα. Στην ποίηση ανήκει η Οδύσσεια (1938), το κατεξοχήν έργο του Καζαντζάκη, οι Τερτσίνες και το ποιητικό του θέατρο με τις τραγωδίες Πρωτομάστορας, Μέλισσα, Ιουλιανός, Προμηθέας κ.ά. Από όλα σχεδόν τα ταξίδια του μας έδωσε ταξιδιωτικές εντυπώσεις: Κίνα, Ιαπωνία, Ρωσία, Αγγλία, Ισπανία κ.ά. Μετά το Β' παγκόσμιο πόλεμο ασχολήθηκε με το μυθιστόρημα:Αλέξης Ζορμπάς (1946), Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (1948), Καπετάν Μιχάλης (1950), Ο τελευταίος πειρασμός (1950-51), Ο φτωχούλης του Θεού (1952-53), Αδερφοφάδες (1954). Ένα είδος μυθιστορηματικής αυτοβιογραφίας με πολλά ποιητικά στοιχεία αποτελεί η Αναφορά στον Γκρέκο (1961). Με τα μυθιστορήματά του έγινε ευρύτερα γνωστός στο ελληνικό και το παγκόσμιο κοινό. Τέλος έχει μεταφράσει Όμηρο, Δάντη, Γκαίτε κ.ά. Το έργο του Καζαντζάκη, που διακρίνεται κυρίως για τη μεταφυσική ανησυχία και αναζήτηση, γνώρισε μεγάλη διάδοση.
Νίκος Καζαντζάκης (1883-1957)  


http://www.youtube.com/watch?v=jeNsr_nQEfE     για το γνωστό συρτάκι
http://www.youtube.com/watch?v=2y1QHpmystk     για το σχολικό απόσπασμα
http://www.youtube.com/watch?v=_IfKxifrnMM     για την παραλία του Σταυρού στο Ακρωτήρι Χανίων
ΙΔΡΥΜΑ 'ΜΟΥΣΕΙΟ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ' Παρουσίαση του μουσείου, της ζωής και του έργου του Νίκου Καζαντζάκη.  www.kazantzakis-museum.gr/
http://www.tainiothiki.gr/v2/filmography/view/1/144/   πληροφορίες για την ταινία
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%AF%CE%BA%CE%B7%CF%82_%CE%98%CE%B5%CE%BF%CE%B4%CF%89%CF%81%CE%AC%CE%BA%CE%B7%CF%82            για το Μίκη Θεοδωράκη που έγραψε το συρτάκι
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CE%BB%CE%AD%CE%BE%CE%B7%CF%82_%CE%96%CE%BF%CF%81%CE%BC%CF%80%CE%AC%CF%82      ο αληθινός Αλέξης Ζορμπάς

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2016

Α΄γυμν.-Λογοτ.-«Τα κόκκινα λουστρίνια»-Ειρήνη Μάρρα

Στοιχεία του κειμένου
Στοιχεία του κειμένου
Στοιχεία του κειμένου
Υπόθεση του κειμένου:
Ένας νεαρός βιοπαλαιστής σε κάποια βόλτα του είδε την όμορφη κόρη του δασκάλου και την ερωτεύτηκε. Η μητέρα του δούλευε ως καθαρίστρια στο σπίτι τους και έτσι είχε την ευκαιρία να ανταλλάξει κάποιες κουβέντες με την κοπέλα. Κάποια στιγμή σκέφτηκε να της κάνει δώρο ένα ζευγάρι παπούτσια. Είχε μετρήσει με την παλάμη του το πόδι της για να φτιάξει το σωστό νούμερο παπουτσιού και άρχισε να μαζεύει χρήματα για την πραγματοποίηση του σχεδίου του. Αγόρασε από τον βυρσοδέψη ένα κομμάτι κόκκινο γυαλιστερό λουστρίνι και κρυφά κάθε βράδυ στο εργαστήριο, όπου δούλευε, έφτιαχνε και τα γοβάκια. Έκανε όνειρα ότι όταν θα της έδινε το δώρο του, αυτή θα τον συμπαθούσε. Όταν τα τελείωσε, τα πήρε στο σπίτι του για να συζητήσει με τη μητέρα του, πώς θα έφθανε τα δώρο του στην αγαπημένη του. Τότε για πρώτη φορά πρόσεξε την αδελφή του πόσο φτωχικά ήταν ντυμένη και αποφάσισε να χαρίσει σε αυτήν τα όμορφα γοβάκια, γιατί τα χρειαζόταν περισσότερο από την κόρη του δασκάλου, που μάλλον θα της ήταν περιττά.

Δομή του κειμένου: Ενότ. 1η:(«Το είχε βάλει από καιρό…και παραμόνευε την ώρα»): Η αγορά του κόκκινου λουστρινιού και η κατασκευή των παπουτσιών
Ενότ. 2η: («Η κόρη του δασκάλου…τον συμπάθαγε, ποιος ξέρει»): Η παρουσίαση της κόρης του δασκάλου
Ενότ. 3η: («Την κρίσιμη μέρα…φαλτσέτα με το τραγούδι»): Το δώρο των παπουτσιών στην αδελφή
Πρόσωπα του κειμένου:
Είναι ο νεαρός τσαγκάρης, η μητέρα του, ο πατέρας του, η αδελφή του, η κόρη του δασκάλου, έμμεσα ο δάσκαλος και η γυναίκα του, ο βυρσοδέψης, το αφεντικό του νεαρού, οι φίλοι του και ο κόσμος που θαύμαζε την όμορφη κοπέλα

Τίτλος: Ο τίτλος αναφέρεται στα κόκκινα λουστρίνια που προορίζονται για δώρο στην αγαπημένη του πρωταγωνιστή και που γίνονται αφορμή να ωριμάσει, συνειδητοποιώντας την πραγματικότητα.

Λογοτεχνικό είδος: Είναι ένα από τα διηγήματα της συλλογής «Η τριλογία του δίφραγκου».

Ερμηνεία φράσεων:
Ένα κομμάτι κόκκινο γυαλιστερό λουστρίνι: Το λουστρίνι είναι ένα είδος δέρματος πολυτελείας, γιατί καταστρέφεται γρήγορα. Επομένως το λουστρίνι παραπέμπει στην καταγωγή της κόρης του δασκάλου που φαίνεται στο νεαρό αρχοντική. Το κόκκινο συμβολίζει την έλλειψη προβλημάτων της όμορφης κοπέλας.
Ένα κομμάτι απ’  τη λαχτάρα της καρδιάς του: Το λουστρίνι το αγόρασε με αιματηρές οικονομίες, επειδή το λαχταρούσε πολύ, επειδή η καρδιά του λαχταρούσε πολύ την κοπέλα για την οποία προοριζόταν
Καρφάκι και μαντινάδα, φόντι και τραγούδι, ψίδι και αναστεναγμός: Οι τεχνίτες όταν τραγουδούν, δείχνουν ότι απολαμβάνουν τη δουλειά τους. Πιο συγκεκριμένα, ο μικρός βιοπαλαιστής έβαζε όλη την
τέχνη του στα γοβάκια, γιατί
αγαπούσε την κοπέλα και η καρδιά του αναστέναζε από έρωτα.
Η κόρη του δασκάλου: Σε παλιότερες εποχές το επάγγελμα του δασκάλου ήταν στοιχείο κοινωνικής υπεροχής και αποδεκτός από όλους, γιατί ίσως ήταν ο μοναδικός φορές γνώσης
Όλα του φαίνονταν σκιές: Από την αγωνία του να μιλήσει στη μητέρα του, όλα του φαίνονταν ανάξια να τα προσέξει, σαν σκιές
Σβήστηκε μονοκοντυλιά η κόρη του δασκάλου: Ο νεαρός παρατηρώντας την αδελφή του συνειδητοποιεί ότι αυτή χρειάζεται τα γοβάκια, γιατί δεν έχει άλλα και γιατί θα νιώσει καλύτερα σαν προσωπικότητα. Η κόρη του δασκάλου έχει πολλά παπούτσια και επιπλέον δεν θα σημαίνει γι’ αυτήν τίποτα περισσότερο ο νεαρός τσαγκάρης

Ποιοι μιλούν στην αφήγηση:Ακούγεται κυρίως η φωνή του τριτοπρόσωπου αφηγητή που επικαλύπτει όλες τις άλλες, γιατί μέσα από τη δική του ακούγονται οι φωνές του νεαρού, της μητέρας του, του αφεντικού του, της κόρης του δασκάλου, των μικρότερων αδελφών του και της αδελφής του

Χρόνος:
Ο εξωκειμενικός χρόνοςαναφέρεται στο παρελθόν, χωρίς να προσδιορίζεται συγκεκριμένα. Ίσως είναι στις αρχές του 20ου αι. όταν ο δάσκαλος ήταν σημαντικό πρόσωπο της κοινωνίας και τα παιδιά δούλευαν από μικρά για να βοηθούν στα οικονομικά της οικογένειας.

Στοιχεία του κειμένου
Ο ενδοκειμενικός χρόνος μπορεί να είναι μερικές εβδομάδες ή και μήνες, όσο χρειάζεται για να κατασκευαστούν τα γοβάκια.

In media res: H φράση σημαίνει στη μέση των πραγμάτων. Σ’ αυτή την αφηγηματική τεχνική η ιστορία ξεκινά από το μέσο, και στη συνέχεια δίνεται με αναδρομική αφήγηση ό,τι έχει προηγηθεί. Έτσι προσελκύεται περισσότερο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.

Αναδρομική αφήγηση: Είναι η αφηγηματική τεχνική όπου στην κανονική σειρά των γεγονότων παρεμβάλλεται η αφήγηση γεγονότων που έχουν συμβεί στο παρελθόν.
Η αφήγηση ξεκινά από το μέσο της υπόθεσης, in media res. Αναδρομικά αναφέρεται το κόκκινο λουστρίνι, πώς αποκτήθηκε, πώς βρέθηκε το σχέδιο και πώς κατασκευάστηκαν τα παπούτσια. Με αναδρομική αφήγηση παρουσιάζεται η κόρη του δασκάλου και όταν ο νεαρός βρίσκεται στο σπίτι του με τα γοβάκια ολοκληρωμένα. Προλήψεις υπάρχουν στα εξής σημεία: Θα της έφτιαχνε, θα περίμενε, θα πήγαινε, θα τα ΄δινε, θα πηδούσε, δεν γινόταν να ΄χει ξαναβάλει, θα χαιρότανε, θα τον συμπάθαγε.

Τόπος: Ο τόπος εναλλάσσεται από ανοιχτό σε κλειστό χώρο και αντίστροφα. Η αγορά των δερμάτων, το τσαγκαράδικο, ο χώρος της βόλτας της όμορφης κοπέλας, το σπίτι της και το σπίτι του νεαρού.

Τεχνικές αφήγησης: α) Αφήγηση του τριτοπρόσωπου αφηγητή που γνωρίζει τις σκέψεις όλων των ηρώων (παντογνώστης). Δεν συμμετέχει στη δράση και την παρακολουθεί από μακριά. β) Περιγραφή: Είναι σύντομες και παρουσιάζουν την ομορφιά του λουστρινιού, την κόρη του δασκάλου, τον τρόπο που βλέπει τα πράγματα στο σπίτι του ο νεαρός και την αδελφή του.
Απουσιάζουν εντελώς οι διάλογοι, γιατί ο αφηγητής δεν αφήνει τα πρόσωπα να εκφραστούν.

Γλώσσα: Είναι δημοτική με πολλές καθημερινές εκφράσεις.

Ύφος: Είναι απλό και λιτό και προς το τέλος γίνεται συγκινητικό με διδακτικό ύφος.

Τελικό συμπέρασμα: Ο νεαρός τσαγκάρης εξαιτίας της βιοπάλης ωριμάζει γρήγορα και προτιμά να εκφράσει την αγάπη του στην αδελφή του, παρά να εκδηλώσει το ερωτικό του συναίσθημα σε μια κοπέλα που μάλλον δεν πρόκειται να ενδιαφερθεί γι’ αυτόν με τον ίδιο τρόπο

Πηγή: Πυλαρινός, Θ., Χατζηδημητρίου, Σ. & Βαρελάς, Λ. Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α΄Γυμνασίου.Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων.


0 

Προσθέστε ένα σχόλιο

    Φόρ

    Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2016

    ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Α' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ: Ο ΒΑΝΚΑΣ – ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ



    Ο ΒΑΝΚΑΣ – ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ
    ΝΟΗΜΑ 
      Ο Βάνκας Ζούκοφ, ένα ορφανό εννιάχρονο αγόρι, δουλεύει σ’ ένα τσαγκαράδικο της Μόσχας. Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων αποφασίζει να γράψει ένα γράμμα στον παππού του που ζει στο χωριό. Καθώς το αγόρι γράφει το γράμμα, φέρνει στο μυαλό του τη μορφή του παππού και θυμάται τα ευτυχισμένα Χριστούγεννα που περνούσε όσο ζούσε η μητέρα του, απολαμβάνοντας την αγάπη και τη στοργή όλων. Η ζωή του Βάνκα στο χωριό ήταν ευτυχισμένη και χαρούμενη. Συχνά πήγαινε στο δάσος με τον παππού ή, όταν έμενε σπίτι, η δεσποινίς `Ολγα του μάθαινε να γράφει, να μετρά και να χορεύει.
      Στο γράμμα του ο Βάνκας περιγράφει τη δυστυχισμένη και σκληρή ζωή που περνά στο τσαγκαράδικο. Το αφεντικό του τον βασανίζει καθημερινά, τον χτυπάει με το παραμικρό και γενικά του συμπεριφέρεται πολύ βάναυσα. Το ίδιο άσχημα του συμπεριφέρεται και η γυναίκα του αφεντικού του, καθώς και οι άλλοι καλφάδες που δουλεύουν εκεί. Πολλές φορές τον αφήνουν νηστικό, τον βρίζουν χωρίς λόγο και γενικά του κάνουν τη ζωή μαύρη. Δεν αντέχει άλλο αυτή την άθλια ζωή και ζητά από τον παππού του να τον πάρει στο χωριό μαζί του. Υπόσχεται ότι θα είναι υπάκουος και θα κάνει όλες τις δουλειές που θα του αναθέτουν. Τελειώνοντας ο Βάνκας το γράμμα, το κλείνει σ’ ένα φάκελο και γράφει απ’ έξω το όνομα του παππού του. Αφού πηγαίνει και το ρίχνει σ’ ένα ταχυδρομικό κουτί, επιστρέφει στο σπίτι γεμάτος ευτυχία και αγαλλίαση, για να κοιμηθεί ήσυχος πια στο κρεβάτι του.
    ΕΙΔΟΣ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: Διήγημα.
    ΤΟΠΟΣ: Ρωσία ( Μόσχα-ύπαιθρος). Αρχικά είναι το τσαγκαράδικο του Αλιάχιν και στη συνέχεια μέσα από την ονειροπόληση του Βάνκα μεταφερόμαστε στο σπίτι που ζει ο παππούς στο χωριό.
    ΧΡΟΝΟΣ: Και ο χρόνος κινείται σε δύο επίπεδα: το τώρα και το τότε.
    Το 'τώρα' είναιη παραμονή Χριστουγέννων, ο πραγματικός χρόνος κατά τον οποίο ο Βάνκαςαντιμετωπίζει τις σκληρές συνθήκες δουλειάς, τη δυστυχία και την κακοποίηση. Το'τότε' είναι οι ευτυχισμένες μέρες του παρελθόντος που ονειροπολεί, η ανεμελιάκαι η ευτυχία κοντά σους δικούς του.

    ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ: Θέλει να καταγγείλει την παιδική εργασία και τις άθλιες συνθήκες στις οποίες εργάζονταν τα μικρά παιδιά όπως ο Βάνκας.
    ΔΟΜΗ 1η Ενότητα: “Ο Βάνκας … απόμεινες”. Ο Βάνκας αρχίζει το γράμμα στον παππού.
    2η Ενότητα: “Ο Βάνκας … για τις γιορτές”. Η προσωπικότητα του παππού και οι ευτυχισμένες αναμνήσεις στο χωριό.
    3η Ενότητα: “Ο Βάνκας αναστέναξε … αγαπημένε μου παππού, έλα”. Συνεχίζοντας το γράμμα πηγαινοέρχεται από το άσχημο παρόν στο ευτυχισμένο παρελθόν.
    4η Ενότητα: “Ο Βάνκας δίπλωσε … ουρά του”. Η αποστολή του γράμματος και οι μάταιες ελπίδες που τρέφει ο Βάνκας
     ΙΔΕΕΣ-ΜΗΝΥΜΑΤΑ
    Οι απάνθρωπες συνθήκες ζωής και εργασίας ενός μικρού ορφανού παιδιού στην τσαρική Ρωσία.


    Η αγάπη του Βάνκα για τον παππού του φαίνεται από:

    -          Τις προσφωνήσεις «Αγαπημένε μου παππού...»

    -          Από τον τρόπο που παρουσιάζει τον παππού. Μιλά τρυφερά γι’αυτόν και αναπολεί τις όμορφες στιγμές που πέρασε μαζί του.

    -          Από τις ευχές και τις υποσχέσεις που του δίνει

    -          Απ’τη λαχτάρα του να γυρίσει κοντά του.


    Οι διαφορές μεταξύ της ζωής του Βάνκα στην πόλη και της ζωής του στο χωριό

     Στο χωριό ήταν ανέμελος, ελεύθερος, χαρούμενος, δε δούλευε και είχε κοντά του ανθρώπους που τον αγαπούσαν και τον φρόντιζαν. Είχε χρόνο για παιχνίδι αλλά αποκτούσε και στοιχειώδεις γνώσεις γραφής , ανάγνωσης ακόμη και χορού! Προφανώς θα τρεφόταν και θα κοιμόταν καλύτερα.
     Στην πόλη στερείται όλα τα παραπάνω , δουλεύει πολύ σκληρά και δεν μορφώνεται ούτε έχει όλα αυτά που είναι απαραίτητα σε ένα παιδί για την ανάπτυξή του όπως ύπνος, φαγητό αλλά κυρίως αγάπη. Όλοι του φέρονται απάνθρωπα και τον κακομεταχειρίζονται σε τέτοιο βαθμό ώστε να κινδυνεύει και η σωματική ακεραιότητά του.

    ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

    Βάνκας:  Είναι ένα μικρό παιδί θύμα των κοινωνικών συνθηκών της εποχής του.Προσπαθεί να επιβιώσει σε έναν εχθρικό και άδικο κόσμο στον οποίο λόγω ηλικίας δεν μπορεί να αντιδράσει. Τον πνίγει η αδικία, η φτώχεια και η ορφάνια,νιώθει φόβο και απελπισία και υπομένει σιωπηλός τη μοίρα του. Ξεφεύγει απότην τραγική πραγματικότητα με την ονειροπόληση και την έντονη παιδικήφαντασία του. Μέσα από το γράμμα προς τον παππού του ξεδιπλώνεται οχαρακτήρας του και τα συναισθήματά του, η καλοσύνη του και η ευαισθησία του.Η έλλειψη εκπαίδευσης αποτυπώνεται στον τρόπο που προσπαθεί να στείλει τογράμμα που συνιστά και το εργαλείο της πλοκής για την άδοξη κατάληξη και τηντραγική ειρωνεία του τέλους. Είναι ένα τραγικό πρόσωπο αλλά ταυτόχρονα εργατικός και φιλότιμος ( όπως φαίνεται από τις υποσχέσεις που δίνει στον παππού του). Χαρακτηρίζεται από αθωότητα όπως όλα τα παιδιά της ηλικίας του, έχει απορίες καθώς θαμπωμένος βλέπει τη Μόσχα να ξεδιπλώνεται μπροστά του  και η απλοϊκή του σκέψη τον κάνει να θεωρεί ότι το γράμμα του θα φτάσει στον προορισμό του. Είναι ολιγαρκής και δεν χρειάζεται πολλά για να νιώσει ευτυχισμένος (π.χ ένα καρύδι από το χριστουγεννιάτικο δέντρο).

    Παππούς: Εκπροσωπεί τους ανθρώπους της κατώτερης τάξης που δουλεύουν όλη τους τη ζωή στην υπηρεσία των ανώτερων τάξεων. Ο ίδιος δεν ελέγχει τη ζωή του, αφού του παίρνουν τον εγγονό του και δέχεται αδιαμαρτύρητα τη μοίρα του. Περιόρισε τις  χαρές της ζωής στις μικροαπολαύσεις ( ταμπάκο, πειράγματα κλπ) . Έχει χιούμορ, είναι πρόσχαρος και δραστήριος. Φαίνεται να αγαπά τον Βάνκα αφού τον έπαιρνε μαζί του στη δουλειά ή στις βόλτες του.

    ‘Ολγα Ιγκνάτιεβνα: Εκπροσωπεί την ανώτερη τάξη, είναι φαινομενικά καλή αφού το ενδιαφέρον της για τον Βάνκα ήταν μάλλον επιφανειακό.  Διασκέδαζε να τον εκπαιδεύει αλλά δεν ενδιαφέρθηκε για την απομάκρυνση του Βάνκα από τον παππού του , πόσο μάλλον για τη δεινή κατάσταση στην οποία ο μικρός βρίσκεται τώρα.

    Αλιάχιν:  Εκπροσωπεί τη μεσαία κοινωνική τάξη και φέρεται με σκληρότητα και απανθρωπιά. Καταπατά τα δικαώματα των υπαλλήλων του και αδιαφορεί για τις ανάγκες του μικρού Βάνκα τον οποίο εκμεταλλεύεται και κακοποιεί.

    Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ: Το γράμμα λειτουργεί ως βασικό στοιχείο της πλοκής. Μέσα από το γράμμαδιαγράφεται ο χαρακτήρας του παιδιού και παρουσιάζονται σκηνές από τηνκαθημερινή ζωή στην πόλη και το χωριό.
    Συναισθήματα: Ο Βάνκας νιώθει φόβο την ώρα που γράφει το γράμμα, μήπως τον ανακαλύψουν. Γενκότερα, το παιδί είναι τρομοκρατημένο λόγω της κακοποίησης. Νιώθει απελπισία και απόγνωση όπως φαίνεται από τις επίπονες παρακλήσεις προς τον παππού για να έρθει. Από την εκτενή αναφορά στις αναμνήσεις, αποκαλύπτεται ηνοσταλγία του για την ευτυχισμένη ζωή στο χωριό.
      Ο αναγνώστης αισθάνεται οργή και αγανάκτηση για την κακομεταχείριση του παιδιού. Νιώθει συμπόνια και οίκτο προς τον Βάνκα , προσωρινή ανακούφιση και ελπίδα για το μέλλον του μικρού αλλά ακολουθεί η απογοήτευση όταν διαπιστώνει ότι το γράμμα δεν θα φτάσει ποτέ στον προορισμό του.

    Τραγική ειρωνεία:
    Το γράμμα δεν θα φτάσει ποτέ στον προορισμό του. Η λύσηστο δράμα δεν θα δοθεί, ο Βάνκας θα ελπίζει μάταια στην άφιξη του παππούπαραμένοντας στο τσαγκαράδικο... Το τέλος είναι απαισιόδοξο, δεν αφήνειελπίδες για σωτηρία του μικρού και αφήνει ένα δυνατό συναίσθημα θλίψης στοναναγνώστη.

    Γλώσσα: απλή, καθημερινή, ιδιαίτερα στο γράμμα μιμείται τους τρόπους έκφρασης ενός παιδιού. Το ύφος είναι απλό, φυσικό. Γλώσσα και ύφος αποδίδουν με ζωντάνια και παραστατικότητα όσα τραγικά διαδραματίζονται.

    Τα εκφραστικά μέσα  είναι λίγα. Αρκετές  μεταφορές.( « τον σάπισαν στο ξύλο», « κουλουριάζεται από το κρύο», « τα δέντρα ασημωμένα από την πάχνη», « ουρανός σπαρμένος μ’αστέρια»).  Παρομοίωση: « έτσι που νόμιζες πως τον σφουγγάρισαν...» Οιεικόνες είναι και αυτές αναπαραστάσεις του πραγματικού και του φανταστικού κόσμου που βιώνει ο Βάνκας. Σχήμα κυκλικό: « έλα παππού... παππού έλα» Πολύ όμορφη είναι η εικόνα του φυσικού περιβάλλοντος του χωριού.

    Περιγραφή - Εικονοπλασία
    - Υπάρχουν σε όλο το κείμενο πολλές εικόνες και περιγραφές, που δίνονται με απλά λόγια αλλά με ζωντανό τρόπο. Χαρακτηριστικά παραδείγματα:
    Η εικόνα του Βάνκα, καθώς γράφει κρυφά στο μισόφωτο το γράμμα. / Η (υποθετική και φανταστική) εικόνα του παππού με τα σκυλιά και τις υπηρέτριες.
    Η περιγραφή του Χέλη. / Η εικόνα του χωριού τη νύχτα./ Η περιγραφή της Μόσχας.


     Αφηγηματικά στοιχεία και άλλα στοιχεία τεχνικής
    Στο διήγημα η ιστορία ξετυλίγεται σε δύο εναλλασσόμενα χρονικά και τοπικά επίπεδα: από τη μια έχουμε το ευρηματικό γράψιμο της επιστολής, στην οποία διεκτραγωδείται η τωρινή φριχτή ζωή στο εργαστήρι (στη Μόσχα) από την άλλη τις νοσταλγικές αναμνήσεις από το ευτυχισμένο παρελθόν, στο χωριό -άλλη τοπική και άλλη χρονική διάσταση. Στην τεχνική[1] αυτή καθοριστικό ρόλο παίζει το παράθυρο μέσα στο μισόφωτο, από όπου «φεύγει» ο Βάνκας στο χωριό και στο παρελθόν. Τα στοιχεία λοιπόν που καθορίζουν την τεχνική είναι η εναλλαγή (και στο χώρο και στο χρόνο) καιτο εύρημα του παράθυρου. Αυτά βέβαια προστίθενται στο βασικό στοιχείο της τεχνικής, στην επιστολή, όπου υπάρχει ζωντάνια και γνησιότητα, γιατί καταγράφονται όλα με αυθορμητισμό και με ειλικρίνεια.

    Αφηγηματικοί τρόποι: διήγηση, διάλογος, περιγραφή.

    [1] Η αφήγηση, με τον τρόπο αυτό, κινείται σε δύο χρονικά επίπεδα: στο τώραπου είναι η ζωή στη Μόσχα και περιγράφεται στο γράμμα, και στο τότεπου αναφέρεται στη ζωή στο χωριό και περιγράφεται με τη μορφή της αναπόλησης. Αυτή η αναπόληση, αν και ανατρέχει στο παρελθόν, γίνεται κάποτε σε παροντικό χρόνο («αυτή τη στιγμή, χωρίς άλλο, ο παππούς θα στέκεται μπροστά στην αυλόπορτα... και τον έτριψαν με χιόνι για τις γιορτές»), δίνοντας θεατρική ζωντάνια και παραστατικότητα στην αφήγηση, προκαλώντας την άμεση συμμετοχή του αναγνώστη. Ο παροντικός χρόνος αποδεικνύει ότι οι αναμνήσεις του μικρού Βάνκα ήταν πολύ ζωντανές και είναι μεγάλη η επιθυμία του να επιστρέψει στην ευτυχισμένη ζωή του χωριού.

    Αφηγητής: εξωτερικός, παντογνώστης με εξωτερική εστίαση που αφηγείται σε τρίτο πρόσωπο. Όμως στο γράμμα ο αφηγητής είναι ο ίδιος ο Βάνκας που αφηγείται σε
    πρώτο πρόσωπο τις δικές του εμπειρίες και είναι εσωτερικός αφηγητής, πρωταγωνιστής.


    ΠΗΓΕΣ: Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α’ Γυμνασίου , Εκδ. Μεταίχμιο.
    http://www.scribd.com/fullscreen/118576941?access_key=key-c7p6kzpipahcnouiqrg&allow_share=true&escape=false&view_mode=scroll